-
1 διαφραγμάτιον
A small partition, IG11(2).199A 15,45 (Delos, iii B.C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διαφραγμάτιον
См. также в других словарях:
διαφραγμάτιον — διαφραγμάτιον, το (Α) μικρό διάφραγμα … Dictionary of Greek
1 διαφραγμάτιον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διαφραγμάτιον
διαφραγμάτιον — διαφραγμάτιον, το (Α) μικρό διάφραγμα … Dictionary of Greek