-
1 διαφορή
διαφοράmoving hither and thither: fem dat sg (epic ionic)διαφορέωspread abroad: pres subj mp 2nd sgδιαφορέωspread abroad: pres ind mp 2nd sgδιαφορέωspread abroad: pres subj act 3rd sgδιαφορέωspread abroad: pres subj mp 2nd sgδιαφορέωspread abroad: pres ind mp 2nd sgδιαφορέωspread abroad: pres subj act 3rd sg -
2 διαφορῇ
διαφοράmoving hither and thither: fem dat sg (epic ionic)διαφορέωspread abroad: pres subj mp 2nd sgδιαφορέωspread abroad: pres ind mp 2nd sgδιαφορέωspread abroad: pres subj act 3rd sgδιαφορέωspread abroad: pres subj mp 2nd sgδιαφορέωspread abroad: pres ind mp 2nd sgδιαφορέωspread abroad: pres subj act 3rd sg -
3 διαφορή
διαφοράmoving hither and thither: fem nom /voc sg (epic ionic)
См. также в других словарях:
διαφορῇ — διαφορά moving hither and thither fem dat sg (epic ionic) διαφορέω spread abroad pres subj mp 2nd sg διαφορέω spread abroad pres ind mp 2nd sg διαφορέω spread abroad pres subj act 3rd sg διαφορέω spread abroad pres subj mp 2nd sg διαφορέω spread… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαφορή — διαφορά moving hither and thither fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δίπολο — Διάταξη που αποτελείται από δύο φυσικές σημειακές οντότητες, οι οποίες θα αλληλοεξουδετερώνονταν, αν ήταν τοποθετημένες στο ίδιο σημείο. Στο δ. έχουν καθορισμένη απόσταση μεταξύ τους, προφανώς διάφορη της μηδενικής. Το απλούστερο ηλεκτρικό δ.… … Dictionary of Greek
γεωγραφία — Επιστήμη της οποίας αντικείμενο είναι η σπουδή και η περιγραφή της επιφάνειας της Γης και των φαινομένων που παρατηρούνται σε αυτήν. Σκοπός της γ., τόσο σήμερα όσο και κατά το παρελθόν, είναι να δώσει μία περιγραφή της Γης – αυτό άλλωστε… … Dictionary of Greek
μηχανική — Επιστήμη που μελετά την κίνηση και την ισορροπία των σωμάτων. Ανάλογα με τον τομέα έρευνας και με τις αρχές στις οποίες βασίζεται η έρευνα αυτή, διακρίνονται μία κλασική μ. (ή απλώς μ.), μία σχετικιστική μ. και μία κβαντική μ. Οι νόμοι της… … Dictionary of Greek
μύθος — Παραδοσιακή αφήγηση ενός λαού, στην οποία αποδίδονται ιδιαίτερες αξίες ιερού χαρακτήρα. Ο όρος, τον οποίο οι αρχαίοι Έλληνες χρησιμοποιούσαν για τις φανταστικές διηγήσεις, υποδηλώνει μέχρι σήμερα την πιθανότητα και την αντικειμενική αναξιοπιστία… … Dictionary of Greek
στατική — I Τμήμα της μηχανικής που μελετά τις συνθήκες ισορροπίας των σωμάτων. Οι πρώτες μελέτες επί της ισορροπίας γεννήθηκαν από πρακτικές ανάγκες και οι πρώτες γνωστές σαφείς έννοιες αναφέρονται στη χρήση του μοχλού. Η επιστημονική διερεύνηση του… … Dictionary of Greek
άρουρα — η (AM ἄρουρα) 1. η καλλιεργημένη ή καλλιεργήσιμη περιοχή 2. τα χωράφια, οι αγροί 3. η γη, το έδαφος 4. το χώμα 5. μέτρο εδαφικής έκτασης στην Αίγυπτο 6. (μτφ. για γυναίκα) αυτή που δέχεται σπέρμα και τεκνοποιεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < *αρουρ ya < (αθέμ … Dictionary of Greek
αστροφυσική — Κλάδος της αστρονομίας που εξετάζει τη χημική σύνθεση και τη φυσική κατάσταση των ουράνιων σωμάτων, τη θερμοκρασία και τη σύσταση της ατμόσφαιράς τους, την ένταση και την ανάλυση του φωτός τους και, γενικότερα, αναπτύσσει μεθόδους για την… … Dictionary of Greek
αύρα — I Όνομα μυθολογικών προσώπων και ζώων. 1. Θεότητα της ελληνικής μυθολογίας, κόρη του Τιτάνα Λήλαντα και της Περίβοιας. Αγαπημένη της ασχολία ήταν το κυνήγι και εξορμούσε, γρήγορη σαν τον άνεμο, μαζί με τις άλλες συνοδούς της Αρτέμιδας. Ο σφοδρός… … Dictionary of Greek
βρισκούμενο — το 1. τα υπάρχοντα, η περιουσία 2. ό,τι υπάρχει πρόχειρα, χωρίς προετοιμασία και κατά τύχη. [ΕΤΥΜΟΛ. < βρίσκω. Πρόκειται για ουσιαστικοποιημένη μετοχή του μέσου ενεστώτα του βρίσκω. Τέτοιες μετοχές δεν έχουν μόνον σημασία ενεστώτα, αλλά… … Dictionary of Greek