-
1 διαφαυλιζω
принижать, презирать(τὸ τῶν ἀνθρώπων γένος Plat.; δ. τι καὴ καταγελᾶν Plut.)
-
2 διαφαυλίζω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διαφαυλίζω
-
3 διαφαυλίζω
δια-φαυλίζω, schlecht machen, verachten -
4 διαφαυλίζει
διαφαυλίζωhold cheap: pres ind mp 2nd sgδιαφαυλίζωhold cheap: pres ind act 3rd sg -
5 διαφαυλίζουσι
διαφαυλίζωhold cheap: pres part act masc /neut dat pl (attic epic doric ionic)διαφαυλίζωhold cheap: pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) -
6 διαφαυλίσαι
διαφαυλίζωhold cheap: aor inf actδιαφαυλίσαῑ, διαφαυλίζωhold cheap: aor opt act 3rd sg -
7 διαφαυλίζειν
διαφαυλίζωhold cheap: pres inf act (attic epic) -
8 διαφαυλίζεις
διαφαυλίζωhold cheap: pres ind act 2nd sg -
9 διαφαυλίζων
διαφαυλίζωhold cheap: pres part act masc nom sg
См. также в других словарях:
διαφαυλίζω — (Α) θεωρώ κάτι ευτελές, μηδαμινό, εξευτελίζω … Dictionary of Greek
διαφαυλίζει — διαφαυλίζω hold cheap pres ind mp 2nd sg διαφαυλίζω hold cheap pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαφαυλίζουσι — διαφαυλίζω hold cheap pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) διαφαυλίζω hold cheap pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαφαυλίσαι — διαφαυλίζω hold cheap aor inf act διαφαυλίσαῑ , διαφαυλίζω hold cheap aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαφαυλίζειν — διαφαυλίζω hold cheap pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαφαυλίζεις — διαφαυλίζω hold cheap pres ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαφαυλίζων — διαφαυλίζω hold cheap pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)