Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

διαφαυλίζω

См. также в других словарях:

  • διαφαυλίζω — (Α) θεωρώ κάτι ευτελές, μηδαμινό, εξευτελίζω …   Dictionary of Greek

  • διαφαυλίζει — διαφαυλίζω hold cheap pres ind mp 2nd sg διαφαυλίζω hold cheap pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαφαυλίζουσι — διαφαυλίζω hold cheap pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) διαφαυλίζω hold cheap pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαφαυλίσαι — διαφαυλίζω hold cheap aor inf act διαφαυλίσαῑ , διαφαυλίζω hold cheap aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαφαυλίζειν — διαφαυλίζω hold cheap pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαφαυλίζεις — διαφαυλίζω hold cheap pres ind act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαφαυλίζων — διαφαυλίζω hold cheap pres part act masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»