-
1 διαφάδην
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διαφάδην
-
2 διαφάδην
См. также в других словарях:
διαφάδην — επίρρ. (Α) φανερά, δημόσια … Dictionary of Greek
1 διαφάδην
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διαφάδην
2 διαφάδην
διαφάδην — επίρρ. (Α) φανερά, δημόσια … Dictionary of Greek