1 διαυγής
διαυγές υγρόν — прозрачная жидкость;
διαυγής φωνή — чистый голос;
διαυγές υφός λόγου — чёткий стиль речи;
διαυγ νούς ( — или σκέψη) — ясный ум
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > διαυγής