-
1 διατιλλω
См. также в других словарях:
διατίλλω — (AM) [τίλλω] μσν. διασπώ, διαμελίζω, διαιρώ, σχίζω αρχ. 1. μαδώ εντελώς, ξεριζώνω 2. κουρεύω σύρριζα … Dictionary of Greek
διάτιλμα — διάτιλμα, το (Α) [διατίλλω] 1. μέρος αποψιλωμένο, καταμαδημένο 2. αποψίλωση … Dictionary of Greek
ՓԵՏԵՄ — ( ) NBH 2 0940 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 8c, 10c, 12c, 13c ն. τίλλω, κατατίλλω, διατίλλω vello, evello, divello, depilo κείρω tondeo. (գրի եւ որպէս ռմկ. ՓԵՏՏԵԼ. ) Կորզել քանցել զփետւորս, զթեւս, մանաւանդ զվարսս կամ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)