-
1 διατύπτομαι
A = πληκτίζομαι, Sch.Ar.Ec. 958.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διατύπτομαι
См. также в других словарях:
διατύπτομαι — (Α) [τύπτομαι] διαπληκτίζομαι, τσακώνομαι … Dictionary of Greek
1 διατύπτομαι
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διατύπτομαι
διατύπτομαι — (Α) [τύπτομαι] διαπληκτίζομαι, τσακώνομαι … Dictionary of Greek