-
1 διατστοιχίζομαι
διατστοιχίζομαι, abgesondert zurheilen, anweisen, ἀρχήν Aesch. Prom. 230.
-
2 διατστοιχίζομαι
διατστοιχίζομαι, abgesondert zuteilen, anweisen
1 διατστοιχίζομαι
διατστοιχίζομαι, abgesondert zurheilen, anweisen, ἀρχήν Aesch. Prom. 230.
2 διατστοιχίζομαι