-
1 διατριβικος
См. также в других словарях:
διατριβικός — διατριβικός, ή, όν (Α) σχολαστικός … Dictionary of Greek
διατριβικόν — διατριβικός scholastic masc acc sg διατριβικός scholastic neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διατριβικοί — διατριβικός scholastic masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διατριβικούς — διατριβικός scholastic masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)