-
1 διατραχηλιζομαι
-
2 διατραχηλίζομαι
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διατραχηλίζομαι
-
3 διατραχηλιζόμενος
διατραχηλίζομαιputone's neck under theyoke: pres part mp masc nom sg -
4 διατραχηλίζεσθαι
διατραχηλίζομαιputone's neck under theyoke: pres inf mp
См. также в других словарях:
διατραχηλίζομαι — (Α) 1. μπαίνω στον ζυγό 2. ορμώ με το κεφάλι μπροστά, κατακέφαλα … Dictionary of Greek
διατραχηλιζόμενος — διατραχηλίζομαι putone s neck under theyoke pres part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διατραχηλίζεσθαι — διατραχηλίζομαι putone s neck under theyoke pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)