Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

διατρᾰχηλίζομαι

См. также в других словарях:

  • διατραχηλίζομαι — (Α) 1. μπαίνω στον ζυγό 2. ορμώ με το κεφάλι μπροστά, κατακέφαλα …   Dictionary of Greek

  • διατραχηλιζόμενος — διατραχηλίζομαι putone s neck under theyoke pres part mp masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διατραχηλίζεσθαι — διατραχηλίζομαι putone s neck under theyoke pres inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»