-
1 διατρεχω
(fut. διαδραμοῦμαι, aor. 2 διέδρᾰμον)1) пробегать(ἰχθυόεντα κέλευθα Hom.; στρατόπεδον Thuc.; τὰ μεταξύ Plut.)
διατρέχοντες ἀστέρες Arph. — блуждающие звезды;ὅτι τάχιστα διαδραμεῖν τὸν λόγον Plat. — поскорее произнести речь;ἅπαντα τὸν βίον διαδραμεῖν Plat. — прожить свою жизнь до конца2) распространяться, проноситься(θροῦς διέδραμε τῆς ἐκκλησίας Plut.; νεφέλαι διέδραμον ἄλλυδις ἄλλαι Theocr.)
3) проделать4) проникать -
2 διατρέχω
(αόρ. διέτρεξα и διέδραμον) 1. μετ.1) пробегать; проходить, проезжать; протекать; пересекать (местность); ρίγος διέτρεξε το σώμα μου мурашки пробежали по телу;η φήμη διατρέχει — слух идёт;
2) перебегать, переходить;§ διατρέχω κίνδυνο — подвергаться опасности, быть в опасности;
διατρέχω τό εικοστόν *τος τής ηλικίας μου — мне идёт двадцатый год;
2. αμετ. происходить, случаться, иметь место -
3 διαδραμειν
-
4 διεδραμον
-
5 διαδρομώ
(ε) μετ.1) мор. лавировать; менять галс; 2) см. διατρέχω 1., 1 -
6 διέδραμον
αόρ. от διατρέχω -
7 κίνδυνος
ο1) опасность; угроза опасности;θανάσιμος κίνδυνος — смертельная опасность;
έξοδος κίνδύνου — запасной выход;
σήμα-τα κίνδύνου — сигнал SOS;
κίνδυνος του ατομικού πολέμου — опасность атомной войны;
διατρέχω κίνδυνο — подвергаться опасности;
αντιμετωπίζω κατάματα τον κίνδυνο — смотреть опасности в глаза;
κίνδυνος θάνατος! — берегись, смертельная опасность!;
2) риск;με κίνδυνο της ζωής — с риском для жизни;
§ κρούω τον κώδωνα τού κίνδύνου — бить в набат, предупреждать об опасности
См. также в других словарях:
διατρέχω — run across pres subj act 1st sg διατρέχω run across pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διατρέχω — διατρέχω, διέτρεξα βλ. πίν. 31 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
διατρέχω — (AM διατρέχω) 1. περνώ από κάπου, διασχίζω κάποιον χώρο («διέτρεξε την πεδιάδα», «διαδραμὼν δὲ τὸ τῶν Ἀθηναίων στρατόπεδον») 2. (για χρόνο) περνώ, διάγω («διατρέχει το εικοστό έτος τής ηλικίας του») 3. κινούμαι, μετακινούμαι βιαστικά εδώ κι εκεί… … Dictionary of Greek
διατρέχω — διάτρεξα και διέτρεξα 1. τρέχω από τη μια άκρη στην άλλη: Κρύος ιδρώτας διέτρεξε τη σπονδυλική του στήλη. 2. διανύω ένα χρονικό ή τοπικό διάστημα: Διέτρεξα την απόσταση γρήγορα με αυτοκίνητο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διατρέχῃ — διατρέχω run across pres subj mp 2nd sg διατρέχω run across pres ind mp 2nd sg διατρέχω run across pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαδραμόν — διατρέχω run across aor part act masc voc sg διατρέχω run across aor part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαδραμόντα — διατρέχω run across aor part act neut nom/voc/acc pl διατρέχω run across aor part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαδραμόντων — διατρέχω run across aor part act masc/neut gen pl διατρέχω run across aor imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαδράμετε — διατρέχω run across aor imperat act 2nd pl διατρέχω run across aor ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαδράμῃ — διατρέχω run across aor subj mp 2nd sg διατρέχω run across aor subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διατρεχόντων — διατρέχω run across pres part act masc/neut gen pl διατρέχω run across pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)