-
1 διατριβη
ἥ1) (тж. δ. χρόνου Thuc.) промедление, задержкаδιατριβῆς γιγνομένης Thuc. — так как произошла задержка;
μηδεμίαν ποιεῖσθαι διατριβήν Isocr. — не терять времени;2) времяпрепровождение, занятиеδιατριβὰς ποιεῖσθαι ἐπί τι Lys. — проводить время в чем-л.;
ἀφανεῖς διατριβὰς διατρίβειν Aeschin. — заниматься неизвестными делами3) образ жизни(δουλοπρεπής Xen.; ἐν τῷ ὑγρῷ или ἐν ὕδατι, ἐπὴ τῶν πετρῶν Arst.; διατριβαὴ καὴ δίαιται ἐλευθέριοι Plut.)
4) беседа(διατριβὰς μετ΄ ἀλλήλων διατρίβειν Aeschin.; διαλεκτικὰς ποιεῖσθαι τὰς διατριβάς Arst.)
τίς οὖν δέ ἦν ἥ δ. ; Plat. — о чем же это шла беседа?5) развлечение, забава(διατριβέν παρέχειν τινί Aeschin., Plut.)
6) место увеселений7) обучение, школа -
2 διατριβή
η1) местонахождение, пребывание;ποιούμαι τάς διατριβάς — проживать; — пребывать (книжн.);
2) занятие; трата времени, препровождение времени;3) трактат; диссертация; монография;εναίσιμος επί διδακτορία διατριβή — кандидатская диссертация;
υποστηρίζω την διατριβή — защищать диссертацию;
4) памфлет -
3 διατριβή
пребывание ( у кого), жизнь -
4 διατριβή
[диатриви] ουσ. Θ. диссертация.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > διατριβή
-
5 διατριβή
[диатриви] ουσ θ диссертация. -
6 αργος
I3белый, блистающий, сверкающий(χήν Hom.; ἀντὴ λευκοῦ ἀργόν, sc. λέγειν Arst.)
II3быстрый, резвый, проворный(κύνες Hom.)
2 и 3[стяж. к ἀεργός]1) бездеятельный, праздный, ленивый(τινος Eur., περί τι Plat., Plut. и πρός τι Plut.)
2) вялый, медленный, затяжной(πόλεμος Plut.)
3) невозделываемый, необработанный(χώρα Xen., Arst.; ἀργὰ τῆς γῆς Plut.)
4) лежащий без дела, не приносящий прибыли, непроизводительный(χρήματα Dem.)
5) бесполезный, бесплодный(διατριβή Arph., Isocr.)
δόρυ ἀργόν Eur. — копье, не наносящее ран6) неспособный, не(при)годный(ἐς τὸ δρᾶν τι Thuc.: ἐπί и πρός τι Plut.)
7) несостоявшийся, несовершившийся(μάχη Plat.)
οὐκ ἐν ἀργοῖς πράττεσθαί τι Soph. — не упустить чего-л.;ἓν δ΄ ἐστὴν ἡμῖν ἀργόν Eur. — нам остается сделать лишь одно -
7 δειλινος
-
8 διαβιοω
(тж. δ. τὸν βίον Isocr., Plat., Plut.)1) проводить время или жизнь, жить(ὡς ὁσιώτατα, δικαίως, ἐν τῇ περὴ Μοῦσαν διατριβῇ Plat.; κακίᾳ λανθανούσῃ Plut.)
2) жить, кормиться(ἀπό τινος Plut.)
-
9 διαμενω
(fut. διαμενῶ) продолжать оставаться, сохранять (прежнее) положение(ἔτι καὴ νῦν Xen. и μέχρι νῦν Plut.; ἐν ταύτῃ τῇ ἕξει Plat.; ἐπὴ τῇ δουλοπρεπεῖ διατριβῇ Xen.)
πέντε μῆνας ἐπὴ τῶν αὐτῶν διέμενον Polyb. — пять месяцев (все) оставалось в том же положении;ἐν ἑαυτῷ δ. Polyb. — сохранять самообладание;δ. ἐν τῇ πρός τινα φιλίᾳ Diod. — поддерживать дружбу с кем-л.;διαμένω λέγων Dem. — я попрежнему утверждаю;αἱ διαμένουσαι λίμναι Arst. — постоянные, т.е. непересыхающие озера;διέμεινα ἐγὼ καὴ οὐ προὔδωκα οὔθ΄ ὑμᾶς οὔθ΄ ἐμαυτόν Dem. — я устоял и не выдал ни вас, ни себя самого -
10 παραδιατριβη
-
11 αινέσιμος
ος, ον заслуживающий похвалы;§ αινέσιμος διατριβή — диссертация
-
12 διδακτορία
η учёная степень (соответствует кандидатской степени в Советском Союзе);διατριβή επί διδακτορία — кандидатская диссертация
-
13 εναίσιμος
ος, ον соответствующий, отвечающий требованиям;εναίσιμος επί διδακτορία διατριβή — кандидатская диссертация
-
14 υποστηρίζω
(αόρ. υποστήριξα) μετ.1) подпирать, поддерживать; 2) перен. защищать; поддерживать, отстаивать;υποστηρίζω την πρόταση — поддерживать предложение;
3) перен. поддерживать, помогать;τον υποστηρίζει ο θείος του — ему помогает дядя;
4) настойчиво утверждать, доказывать (что-л.); настаивать (на чём-л.);υποστηρίζ την ενοχην τού κατηγορουμένου — настаивать на признании подсудимого виновным;
§ υποστηρίζ
την διατριβή — защищать диссертацию
См. также в других словарях:
διατριβή — wearing away fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διατριβή — η (AM διατριβή) 1. διαμονή, παραμονή σ έναν τόπο 2. απώλεια, κατανάλωση χρόνου, χρονοτριβή, καθυστέρηση, αναβολή 3. ενασχόληση, απασχόληση με κάτι, επίδοση σε κάτι («είναι ανώφελη η διατριβή σ αυτά τα θέματα», «ἀργὸν ποιεῑσθαι ἐπὶ σεμνοῑσιν… … Dictionary of Greek
διατριβῇ — διατρίβω rub hard aor subj pass 3rd sg διατριβή wearing away fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διατριβή — η ειδική επιστημονική μελέτη συγκεκριμένου θέματος, που υποβάλλεται σε κάποια πανεπιστημιακή σχολή για την απόκτηση διδακτορικού τίτλου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διατρίβη — διατρίβω rub hard aor ind pass 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διατρίβῃ — διατρί̱βῃ , διατρίβω rub hard pres subj mp 2nd sg διατρί̱βῃ , διατρίβω rub hard pres ind mp 2nd sg διατρί̱βῃ , διατρίβω rub hard pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διατριβῆι — διατριβῇ , διατρίβω rub hard aor subj pass 3rd sg διατριβῇ , διατριβή wearing away fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διατριβαῖς — διατριβή wearing away fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διατριβαί — διατριβή wearing away fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διατριβῆς — διατριβή wearing away fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διατριβήν — διατριβή wearing away fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)