Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

διατρεπτικός

См. также в других словарях:

  • διατρεπτικός — διατρεπτικός, ή, όν (Α) αποτρεπτικός, μεταπειστικός («ἔστω και δοκείτω διατρεπτικὸς εἶναι λόγος», Πλούτ.) …   Dictionary of Greek

  • διατρεπτικός — dissuasive masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διατρεπτικώτατα — διατρεπτικός dissuasive adverbial superl διατρεπτικός dissuasive neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διατρεπτικῶς — διατρεπτικός dissuasive adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»