-
1 διατραφώμεν
-
2 διατραφῶμεν
См. также в других словарях:
διατραφῶμεν — διατρέφω breed up aor subj pass 1st pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 διατραφώμεν
2 διατραφῶμεν
διατραφῶμεν — διατρέφω breed up aor subj pass 1st pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)