-
1 διατοξευσιμος
См. также в других словарях:
διατοξεύσιμος — διατοξεύσιμος, ον (AM) μσν. αυτός που δεν αντέχει στον έλεγχο τής λογικής αρχ. 1. αυτός που μπορεί κανείς να τόν τοξεύσει 2. αυτός που βρίσκεται σε απόσταση βολής τόξου («συναιρήσων τὴν διατοξεύσιμον χώραν», Πλούτ.) … Dictionary of Greek
διατοξεύσιμον — διατοξεύσιμος that can be shot across masc/fem acc sg διατοξεύσιμος that can be shot across neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)