Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

διατοξεύσιμος

См. также в других словарях:

  • διατοξεύσιμος — διατοξεύσιμος, ον (AM) μσν. αυτός που δεν αντέχει στον έλεγχο τής λογικής αρχ. 1. αυτός που μπορεί κανείς να τόν τοξεύσει 2. αυτός που βρίσκεται σε απόσταση βολής τόξου («συναιρήσων τὴν διατοξεύσιμον χώραν», Πλούτ.) …   Dictionary of Greek

  • διατοξεύσιμον — διατοξεύσιμος that can be shot across masc/fem acc sg διατοξεύσιμος that can be shot across neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»