-
1 διατονθορύζω
διατονθορύζω, strengthd. forAτονθορύζω, φοβερόν τι D.C.73.8
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διατονθορύζω
См. также в других словарях:
διατονθορύζω — (Α) [τονθορύζω] μουρμουρίζω συνεχώς … Dictionary of Greek