Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

διατηρώ

  • 1 διατηρώ

    [диатиро] р. хранить, поддерживать, содержать.

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > διατηρώ

  • 2 засаливать

    διατηρώ/τοποθετώ σε αλάτι, παστώνω
    - рассолом - με άλμη.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > засаливать

  • 3 сохранить

    сохранить, сохранять φυλά(γ)ω· συντηρώ, διατηρώ (поддержать) · \сохранить мир διατηρώ την ειρήνη \сохраниться διατηρούμαι
    * * *
    = сохранять
    φυλά(γ)ω; συντηρώ, διατηρώ ( поддержать)

    сохрани́ть мир — διατηρώ την ειρήνη

    Русско-греческий словарь > сохранить

  • 4 сохранить

    -нго, -нишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. сохраненный, -нен, -нена, -нею
    ρ.σ.μ.
    1. διατηρώ: διαφυλάσσω, διαφυλάγω•

    сохранить чужое имущество διαφυλάγω ξένα πράγματα•

    сохранить что-н. на память φυλάγω (διατηρώ) κάτι για ενθύμιο.

    || τηρώ•

    сохранить порядок τηρώ την τάξη.

    || κρατώ•

    сохранить верность присяге κρατώ πίστη στον όρκο•

    сохранить хладнокровие κρατώ ψυχραιμία.

    || προστατεύω•

    сохранить здоровье φυλάγω την υγεία.

    || διατηρώ, κρατώ•

    сохранить равновесие κρατώ την ισορροπία.

    2. προφυλάσσω•

    сохранить продукты от плесени προφυλάσσω τα τρόφιμα από τη μούχλα•

    -одежду от моли φυλάγω τα ενδύματα, από το σκόρο.

    || σώζω, διαφυλάσσω (από καταστροφή, χαμό, θάνατο κ.τ.τ.).
    εκφρ.
    сохранить за собой право – επιφυλάσσω (διατηρώ) στον εαυτό μου το δικαίωμα.
    1. διατηρούμαι, (δια)φυλάσσομαι. || μτφ. μένω, δε λησμονιέμαι.
    2. αντέχω, δε φθείρομαι, συντηρούμαι.
    3. κρατιέμαι, βαστιέμαι (από άποψη υγείας κλπ.).

    Большой русско-греческий словарь > сохранить

  • 5 хранить

    -ню, -нишь
    ρ.δ.μ.
    1. φυλάγω, διαφυλάσσω• διατηρώ•

    он -ит все получаемые им письма αυτός φυλάγει όλα τα γράμματα που λαβαίνει•

    хранить деньги под замком φυλάγω τα χρήματα κλειδωμένα•

    хранить деньги в сберегательной кассе φυλάγω τα χρήματα στο ταμιευτήριο•

    -продукты в холодном месте διατηρώ τα τρόφιμα σε κρύο μέρος.

    || μτφ. κρατώ•

    хранить в памяти διατηρώ στη μνήμη•

    хранить в сердце, в душе κρατώ στην καρδιά, στην ψυχή.

    2. τηρώ•

    хранить законы τηρώ του νόμους•

    хранить клятву κρατώ τον όρκο.

    • διατηρώ, δε χάνω•

    она ещё -ит свою красоту αυτή ακόμα διατηρεί την ομορφιά της.

    3. προφυλάσσω. || δεν προδίνω•

    хранить тайну κρατώ το μυστικό.

    εκφρ.
    хранить в тайне – κρατώ μυστικά.
    1. φυλάγομαι, (δια)τηρούμαι• διαφυλάσσομαι.
    2. προφυλάσσομαι, προστατεύομαι.
    3. τηρούμαι, κρατιέμαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > хранить

  • 6 сохранять

    сохранять
    несов
    1. φυλάγω, φυλάττω, διατηρώ, διαφυλάγω/ (δια)σώζω (спасать)·
    2. (удерживать) διατηρώ, (δια)φυλάττω, φυλάγω:
    \сохранять здоровье (δια)φυλάττω τήν ὑγεία (μου)· \сохранять мир διαφυλάττω τήν είρἡνη· \сохранять за собой право ἐπιφυλάσσομαι νά..., διατηρώ γιά τόν ἐαυτό μου τό δικαίωμα· \сохранять спокойствие μένω ἀτάραχος, μένω ήρεμος· \сохранять хладнокровие τηρῶ ψυχραιμία, μένω ψύχραιμος.

    Русско-новогреческий словарь > сохранять

  • 7 держать

    держу, держишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. держанный, βρ: -жан, -а, -о ρ.δ.μ.
    1. κρατώ, βαστώ•

    держать зонтик κρατώ την ομπρέλα.

    || εμποδίζω•

    кто меня -ит? ποιος με κρατάει;

    μτφ. δεν αφήνω να μου ξεφύγει•

    -йте вора! πιάστε τον κλέφτη!•

    держать а повиновении κρατώ σε υποταγή•

    держать собаку в цепи έχω δεμένο το σκυλί με αλυσίδα.

    || μτφ. διατηρώ, διαφυλάσσω.
    2. υποβαστάζω•

    балкон -ат четыре коллоны το μπαλκόνι το κρατούν τέσσερις κολλόνες.

    || συγκρατώ, παρεμποδίζω. || κατέχω.
    3. βάζω (θέτω) υπο κράτηση•

    держать в плену κρατώ σε αιχμαλωσία•

    держать под стражей κρατώ υπο φρούρηση.

    4. κρατώ σε•

    держать город в осадном положении κρατώ την πόλη σε κατάσταση πολιορκίας• — в неведении κρατώ σε άγνοια.

    || παλ. συμπέριφέρνομαι.
    5. αφήνω•

    держать окна откритими αφήνω τα παράθυρα ανοιχτά•

    держать глаза опущенными κρατώ τα μάτια χαμηλωμένα.

    6. φυλάσσω, διαφυλάσσω• έχω•

    держать деньги в сберкассе φυλάσσω τα χρήματα στο ταμιευτήριο.

    7. έχω, διατηρώ, διατρέφω•

    держать домашную птицу κρατώ οικόσιτα πουλερικά.

    || κατέχω, είμαι κάτοχος, διατηρώ•

    гостиницу κρατώ ξενοδοχείο.

    8. κατευθύνομαι•

    -и вправо! τράβα όλο δεξιά!

    εκφρ.
    –и кармам (шире)απλ. ειρν. κάνε όρεξη, περίμενε...
    держать курс ή путь – παίρνω κατεύθυνση προς•
    держать себя – φέρνομαι, αυμπεριφέρνομαι•(своё) слово κρατώ το λόγο (μου)•
    держать сторону чью ή руку – παίρνω το μέρος κάποιου•
    держать в уме ή в голове, в мыслях – κρατώ στό μυαλό, στό κεφάλι, στη σκέψη (θυμούμαι)•
    держать себя в руках – συγκρατιέμαι•
    держать кого в руках – συγκρατώ κάποιον•
    держать при себе – κρατώ μέσα μου (δεν εκδηλώνω)•
    ноги не -ат – δεν κρατιέμαι στα πόδια (από κούραση ή αδυναμία)•
    держать пост – κρατώ σαρακοστή, νηστεία•
    держать экзамены – δίνω εξετάσεις•
    никто вас не -ит – κανένας δεν σας κρατάει, ο δρόμος είναι ανοιχτός•
    держать речь – βγάζω λόγο, αγορεύω•
    держать ответ – απαντώ, δίνω απάντηση•
    держать в тайне ή в секрете – κρατώ μυστικό•
    держать обещание – κρατώ (τηρώ) την υπόσχεση.
    1. κρατιέμαι, βαστιέμαι•

    я -усь за вас, чтобы не упасть κρατιέμαι από σας, για να μήπέσω.

    2. υποβαστάζομαι, στηρίζομαι•

    мост –ится на пяти быках η γέφυρα στηρίζεται σε πέντε στύλους.

    || μτφ. υποστηρίζομαι, βασίζομαι.
    3. στέκομαι•

    он с трудом -лся на ногах με δυσκολία κρατιόνταν στα πόδια.

    || φέρομαι, συμπεριφέρομαι•

    он -ится очень скромно αυτός φέρεται πολύ ταπεινά.

    4. держать διατηρούμαι, σώζομαι•

    эта краска долго -ится αυτή η μπογιά κρατάει πολύ καιρό•

    ветхий дом ещё -ится^то παλιόαπιτο ακόμα κρατιέται.

    5. (στρατ.) αντιστέκομαι•

    крепость долго -лась το φρούριο κρατούσε πολύ καιρό.

    6. έχω κατεύθυνση•

    правой стороны κατευθύνομαι δεξιά.

    7. ακολουθώ, παραδέχομαι, είμαι υπέρ•

    держать строгих правил είμαι υπέρ των αυστηρών κανόνων (ηθών)•, либеральных взглядов ακολουθώ φιλερεύθερες ιδέες.

    || εμμένω, δε.ν παρεκκλίνω•

    держать прежнего мнения κρατώ τη γνώμη που είχα•

    держать намеченной цели δεν παρεκκλίνω από τον καθορισμένο σκοπό.

    8. φυλάσσομαι, διαφυλάσσομαι.
    9. διατηρούμαι.
    10. συγκρατιέμαι•

    она долго -лась, но наконец расплакалась αυτή πολύ κρατήθηκε, όμως τελικά ξέσπασε σε κλάματα.

    εκφρ.
    только -йсь! – μόνο κρατήσου! (για δύσκολη κατάσταση)•
    держать вместе – ενεργώ από κοινού•
    держать особняком – απέχω, αποτραβιέμαι, ζω κατά μόνας, μόνος.

    Большой русско-греческий словарь > держать

  • 8 содержать

    ρ.δ.μ.
    1. συντηρώ, διατρέφω•

    семью συντηρώ την οικογένεια.

    || εξασφαλίζω με μέσα.
    2. παλ. διατηρώ, έχω στην κατοχή μου•

    содержать трактир διατηρώ ταβέρνα.

    3. παλ. • περιποιούμαι, εξυπηρετώ.
    4. κρατώ, τρέφω•

    кроликов τρέφω κουνέλια.

    || διατηρώ σε μια ορισμένη κατάσταση,
    5. περιορίζω την ελευθερία•

    содержать под арестом έχω υπο κράτηση•

    содержать в тюрьмах κρατώ στις φυλακές.

    6. περιέχω•

    овощи -ат витамины τα λαχανικά περιέχουν βιταμίνες.

    1. συντηρούμαι, ζω.
    2. κρατιέμαι, τηρούμαι•

    всё дело -ится в секрете ή в тайне όλη η υπόθεση τηρείται μυστική.

    3. εξασφαλίζομαι με τα απαραίτητα.
    4. χωρώ•

    в конюшне -атся до 30 лошадей στο σταύλο κρατιούναι περί τα 30 άλογα.

    5. είμαι κρατούμενος•

    содержать в тюрьме κρατούμαι στη φυλακή.

    6. περιέχομαι, ενυπάρχω•

    в овощах -атся витамины τα λάχανα έχουν βιταμίνες.

    Большой русско-греческий словарь > содержать

  • 9 беречь

    беречь 1) (хранить) διατηρώ, φυλάγω 2) (щадить) φυλάγω, προσέχω берегись! πρόσεξε!, φυλάξου! берегись автомобиля! προσοχή το αυτοκίνητο!
    * * *
    1) ( хранить) διατηρώ, φυλάγω
    2) ( щадить) φυλάγω, προσέχω

    бере-ги́сь! — πρόσεξε!, φυλάξου!

    береги́сь автомоби́ля! — προσοχή το αυτοκίνητο!

    Русско-греческий словарь > беречь

  • 10 сберегать

    сберегать, сберечь 1) (сохранять) διατηρώ, διαφυλάγω 2) (экономить) εξοικονομώ, αποταμιεύω
    * * *
    = сберечь
    1) ( сохранять) διατηρώ, διαφυλάγω
    2) ( экономить) εξοικονομώ, αποταμιεύω

    Русско-греческий словарь > сберегать

  • 11 соблюдать

    соблюдать τηρώ· \соблюдать чистоту διατηρώ την καθαριότητα* \соблюдать дисциплину τηρώ την πειαρχία
    * * *

    соблюда́ть чистоту́ — διατηρώ την καθαριότητα

    соблюда́ть дисципли́ну — τηρώ την πειθαρχία

    Русско-греческий словарь > соблюдать

  • 12 содержать

    содержать 1) (вмещать) περιέχω 2) (кого-л.) συντηρώ, διατηρώ \содержаться (в чём-л.) περιέχομαι
    * * *
    1) ( вмещать) περιέχω
    2) (кого-л.) συντηρώ, διατηρώ

    Русско-греческий словарь > содержать

  • 13 хранить

    хранить (δια)φολά(γ)ω, διατηρώ, συντηρώ \храниться φυλάγομαι; διατηρούμαι
    * * *
    (δια)φυλά(γ)ω, διατηρώ, συντηρώ

    Русско-греческий словарь > хранить

  • 14 поддержать

    поддержать
    сов, поддерживать несов
    1. (под руку и т. п.) ὑποβαστάζω, κρατώ, στηρίζω·
    2. перен (помогать) ὑποστηρίζω, βοηθώ:
    \поддержать морально ὑποστηρίζω ήθικά, ἐνθαρρύνω·
    3. перен (мнение, предложение, кандидатуру и т. п.) ὑποστηρίζω·
    4. (не давать прекратиться, сохранять) διατηρώ / τηρῶ (порядок, дисциплину и т. п.):
    \поддержать дружественные отношения διατηρώ φιλικές σχέσεις· \поддержать переписку ἔχω ἀλληλογραφία· \поддержать надежду ὑποθάλπω τήν ἐλπίδα· \поддержать разговор τροφοδοτώ τή συζήτηση.

    Русско-новогреческий словарь > поддержать

  • 15 водить

    вожу, водишь, ρ.δ.μ.
    1. οδηγώ• πηγαίνω•

    водить детей гулять πηγαίνω τα παιδιά περίπατο.

    || βαδίζω επικεφαλής.
    2. οδηγώ (όχημα).
    3. κινώ επάνω σε•

    водить смычком по струнам κινώ το δοξάρι πάνω στις χορδές.

    4. διατηρώ, έχω• συνάπτω•

    водить знакомство αποκτώ γνωριμίες•

    водить дружбу συνάπτω φιλία.

    5. τρέφω, κρατώ, διατηρώ•

    водить пчел τρέφω μελίσσια•

    водить голубей κρατώ περιστέρια.

    εκφρ.
    водить за нос – σέρνω α-πο τη μύτη (έχω υποχείριο)•
    водить хороводы – χορεύω κυκλικά τραγουδώντας
    1. υπάρχω, ζω• πολλαπλασιάζομαι, ευδοκιμώ, προκόβω•

    в этой реке -ится много рыбы αυτό το ποτάμι έχει πολλά ψάρια•

    в этом лесу -ится много дичи σ’ αυτό το δάσος υπάρχει πολύ κυνήγι.

    || παρατηρούμαι• συμβαίνω•

    этого прежде не -лось за вами αυτό πρίν δε συνέβαινε σε σας.

    || συνηθίζομαι•

    здесь это и -ится αυτό εδώ συνηθίζεται.

    2. σχετίζομαι, συνδέομαι, συναναστρέφομαι•

    друг, с ним не -ишься φίλε, μ’ αυτόν μη κάνεις παρέα.

    || συχνάζω•

    дом, в котором черти -ятся σπίτι των διαβόλων ή φαντασμάτων.

    εκφρ.
    как -ится – όπως συνηθίζεται.

    Большой русско-греческий словарь > водить

  • 16 выдержать

    -жу, -жишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. выдержанный, βρ: -жан, -а, -о, ρ.σ.μ.
    1. αντέχω, βαστώ, κρατώ σηκώνω•

    лед -ит танк ο πάγος θα βαστάξει το τανκ•

    мотор не -ит το μοτέρ δε θα σηκώσει.

    2. αντέχω, υπομένω, υποφέρω ανέχομαι•

    руки не -ат τα χέρια δεν θ’ αντέξουν•

    такой жизни она не -ла τέτοια ζωή αυτή δεν την υπόφερε•

    выдержать пытки αντέχω τα βασανιστήρια•

    выдержать осаду αντέχω στην πολιορκία•

    она не -ла и засмеялась αυτή δεν κρατήθηκε και ξέσπασε στα γέλια•

    выдержать экзамены πετυχαίνω στις εξετάσεις•

    новая машина -ла испытание η καινούρια μηχανή άντεξε στη δοκιμή.

    3. κρατώ, βαστώ, διατηρώ, αφήνω να παλιώσει•

    выдержать вино κρατώ κρασί να παλιώσει.

    4. διατηρώ (ζώα) για εξάσκηση.
    εκφρ.
    выдержать несколько изданий – εκδίδομαι κάμποσες φορές (χάρη στην εξαιρετικότητα)•
    выдержать паузу – κάνω σκόπιμα παύση στο λόγο•
    выдержать роль – τηρώ απαρέγκλιτα•
    выдержать характер – κρατώ σταθερό χαρκτήρα.

    Большой русско-греческий словарь > выдержать

  • 17 питать

    ρ.δ.μ.
    1. τρέφω, διατηρώ, συντηρώ, ζω. || παλ. τροφοδοτώ, παρέχω τα προς του ζειν.
    2. εφοδιάζω•

    питать город электричеством εφοδιάζω (τροφοδοτώ)ιΓτην πόλη με ηλεκτρισμό.

    3. μτφ. έχω, διατηρώ•

    питать ненависть τρέφω μίσος•

    питать надежду τρέφω ελπίδα•

    питать отвращение (к кому) απεχθάνομαι (κάποιον) αντιπαθώ.

    1. τρέφομαι, θρέφομαι, συντηρούμαι, ζω. || σιτίζομαι.
    2. τροφοδοτούμαι.
    3. εφοδιάζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > питать

  • 18 поддержать

    ρ.σ.μ.
    1. υποβαστάζω, υποστηρίζω.
    2. υποβοηθώ, παρέχω βοήθεια, συντρέχω, επικουρώ, συμπαραστέκομαι. || ενισχύω•

    поддержать наступление артиллерийским огнм υποστηρίζω την επίθεση με πυρά πυροβολικού.

    || διατηρώ, κρατώ (στη ζωή)•

    травы и фрукты -ли парти-занов τα χόρτα και τα φρούτα συντηρούσαν τους αντάρτες.

    || εμψυχώνω, δίνω κουράγιο, ενθαρρύνω.
    3. είμαι με το,μέρος κάποιου•

    предложение υποστηρίζω την πρόταση•

    поддержать кандидатуру υποστηρίζω την υποψηφιότητα•

    поддержать мн-ние υποστηρίζω τη γνώμη.

    4. διατηρώ, έχω•

    переписку έχω αλληλογραφία•

    поддержать знакомство έχω γνωριμία•

    поддержать разговор έχω κουβέντα•

    поддержать огонь κρατώ άσβηστη τη φωτιά•

    поддержать здоровье προσέχω την υγεία.

    || τηρώ, κρατώ•

    поддержать порядок τηρώ την τάξη.

    Большой русско-греческий словарь > поддержать

  • 19 сберечь

    -регу, -режешь, -регут, παρλθ. χρ. сберг, -регла, -регло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. сбережённый, βρ: -жн, -жена, -жено
    ρ.σ.μ.
    1. φυλάγω, διαφυλάγω• διατηρώ•

    сберечь документы φυλάγω τα έγγραφα•

    сберечь здоровье φυλάγω την υγεία•

    сберечь в памяти διατηρώ στη μνήμη.

    || προφυλάγω•

    сберечь шубу от моли προφυλάγω τη γούνα από το σκώρο•

    сберечь цитрусовые от мороза προφυλάγω τα εσπεριδοειδή από τον παγετό.

    2. αποταμιεύω, οικονομώ, κάνω οικονομίες.
    (δια) φυλάγομαι, • διατηρούμαι.

    Большой русско-греческий словарь > сберечь

  • 20 томить

    -млю, -мишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. томленный, βρ: -лен, -лена, -лею
    ρ.δ.μ.
    1. καταπονώ, λιώνω, βασανίζω•

    томить работой κατεξαντλώ στη δουλειά•

    томить в тюрьме λιώνω στη φυλακή•

    бессонница -ит η αϋπνία με κατατρύχει.

    2. μαγειρεύω πνικτό (στον) ατμό (σε κλειστό δοχείο).
    3. λιώνω το μαντέμι. || διατηρώ σε κατάλληλες συνθήκες•

    томить табак διατηρώ καλά τον καπνό.

    1. καταπονούμαι, βασανίζομαι, λιώνω κλπ. ρ. ενεργ. φ. томить в тюрьме λιώνω στη φυλακή.
    2. μαγειρεύομαι σε κλειστό δοχείο (με τον ατμό).
    3. διατηρούμαι σε κατάλληλες συνθήκες.

    Большой русско-греческий словарь > томить

См. также в других словарях:

  • διατηρώ — διατηρώ, διατήρησα βλ. πίν. 73 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • διατηρώ — (AM διατηρῶ, έω) [τηρώ] 1. διαφυλάσσω, συντηρώ 2. (για πρόσωπα) φυλάσσω σώο, διασώζω 3. κατέχω, φυλάσσω για πολύ χρόνο νεοελλ. 1. συντηρώ με χρήματα μου, διατρέφω 2. διασώζω από τη φθορά, κρατώ αμετάβλητο 3. (για τρόφιμα) προφυλάσσω από την… …   Dictionary of Greek

  • διατηρώ — διατήρησα, διατηρήθηκα, διατηρημένος 1. συντηρώ κάτι: Διατηρεί το σπίτι σε πολύ καλή κατάσταση. 2. διαφυλάττω: Διατήρησε τις αρχές του σε όλη του τη ζωή. 3. διατηρούμαι, συντηρούμε σε καλή κατάσταση: Διατηρείται καλά για την ηλικία του. 4.… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διατηρῶ — διατηρέω watch closely pres subj act 1st sg (attic epic doric) διατηρέω watch closely pres ind act 1st sg (attic epic doric) διατηρέω watch closely pres subj act 1st sg (attic epic doric) διατηρέω watch closely pres ind act 1st sg (attic epic… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνέχω — ΝΜΑ [ἔχω] κρατώ σε σύνδεση, συγκρατώ νεοελλ. 1. (σχετικά με φόβο) διακατέχω (α. «τόν συνέχει φόβος» β. «συνέχεται από φόβο») 2. (το μεσ.) συνέχομαι αποτελώ συνέχεια άλλου, επικοινωνώ με άλλον (α. «συνεχόμενες κατοικίες» β. «συνεχόμενα δωμάτια»)… …   Dictionary of Greek

  • σώζω — σῴζω, ΝΜΑ, και σώνω Ν, και σώω και επικ. τ. σαόω, Α 1. διατηρώ κάποιον ή κάτι σώο, απαλλάσσω από κίνδυνο, από φθορά, από καταστροφή, από θάνατο, διασώζω, περισώζω, γλυτώνω (α. «τόν έσωσε η έγκαιρη εγχείρηση» β. «οι πυροσβέστες έσωσαν όλους τους… …   Dictionary of Greek

  • φυλάσσω — ΝΜΑ, και φυλάγω και φυλάω και διαλ. τ. φλά(γ)ω Ν, και αττ. τ. φυλαττω Α [φύλαξ, ακος] 1. φρουρώ (α. «τόν φύλαγαν πέντε σωματοφύλακες» β. «αὕτη φραγμὸς ἡ ἀρετὴ... ἀσύλητα φυλάττουσα τῆς ψυχῆς τὰ κειμήλια», Νείλ. γ. «πρὸς γὰρ τῇ ἐπάλξει τὴν ἡμέραν… …   Dictionary of Greek

  • διαφυλάσσω — και ττω (ΑΝ) διατηρώ κάτι σώο για πολύ καιρό αρχ. μσν. (για τον θεό) σώζω («ἀβλαβὴς διαφυλαχθεῑσα») αρχ. 1. μέσ. υπερασπίζομαι, προφυλάσσω για τον εαυτό μου 2. παρατηρώ καλά 3. διατηρώ («πειράσομαι κἀγὼ διαφυλάττειν τὴν εἰρήνην», Δημ.) 4. θυμάμαι …   Dictionary of Greek

  • συντηρώ — (I) άω, Ν παρατηρώ με προσοχή, παρακολουθώ («στα δάση που προπάτειενε συντήραν ένα ένα», Ερωτόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + τηρώ «βλέπω»]. (II) συντηρῶ, έω, ΝΜΑ διατηρώ, διαφυλάσσω, προφυλάσσω (α. «χρειάζεται μεγάλη προσοχή για να τά συντηρήσεις» β …   Dictionary of Greek

  • ίσχω — ἴσχω (Α) 1. εμποδίζω, περιορίζω, συγκρατώ, βαστώ («μηδὲν ἡμᾱς ἰσχέτω», Αριστοφ.) 2. (ενεργ. και μέσ.) κρατώ τον εαυτό μου, συγκρατούμαι, στέκομαι (α. «ἴσχε, μὴ φοβοῡ», Αισχύλ. β. «ἴσχεσθ Ἀργεῑοι, μὴ φεύγετε», Ομ. Οδ.) 3. απομακρύνομαι 4. παθ.… …   Dictionary of Greek

  • αντέχω — (AM ἀντέχω, Α κ. ἀντίσχω) 1. έχω αντοχή, διατηρώ δυνάμεις 2. αντιστέκομαι, δεν υποχωρώ, βαστώ 3. διατηρώ τις ιδιότητες μου, διατηρούμαι 4. έχω την απαραίτητη στερεότητα 5. υπομένω, υποφέρω με καρτερία νεοελλ. 1. μπορώ να αντεπεξέλθω σε κάτι 2. φρ …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»