-
1 διατερσαίνω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διατερσαίνω
-
2 διατερσαίνω
διά-τερσαίνωdry up: pres subj act 1st sgδιά-τερσαίνωdry up: pres ind act 1st sg
См. также в других словарях:
διατερσαίνω — (Α) καταξεραίνω, στεγνώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < διά + τερσαίνω < τέρσομαι*] … Dictionary of Greek
διατερσαίνω — διά τερσαίνω dry up pres subj act 1st sg διά τερσαίνω dry up pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)