-
1 διαταγή
διατάσσωappoint: aor subj pass 3rd sgδιατάσσωappoint: aor subj pass 3rd sgδιατάσσωappoint: aor subj pass 3rd sgδιαταγήcommand: fem dat sg (attic epic ionic) -
2 διαταγῇ
διατάσσωappoint: aor subj pass 3rd sgδιατάσσωappoint: aor subj pass 3rd sgδιατάσσωappoint: aor subj pass 3rd sgδιαταγήcommand: fem dat sg (attic epic ionic) -
3 διαταγη
-
4 διαταγή
διαταγήcommand: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
5 διαταγή
διαταγή, ῆς, ἡ that which has been ordered or commanded, ordinance, direction (s. διατάσσω, τάσσω; Vett. Val. 342, 7; 355, 18; Ps.-Callisthenes 1, 33; ins; pap [s. Nägeli 38; Dssm., LO 70f=LAE 86ff; IGR IV, 661, 17; 734, 12; PFay 133, 4]; 2 Esdr 4:11; Just., D. 67, 7) of God Ro 13:2; 1 Cl 20:3. ἐλάβετε τὸν νόμον εἰς διαταγὰς ἀγγέλων you received the law by (εἰς 9) directions of angels (i.e. by angels under God’s direction [to transmit it]) Ac 7:53 (cp. Gal 3:19; Hb 2:2; LXX Dt 33:2; Philo, Somn. 1, 141ff; Jos., Ant. 15, 136 and s. Ltzm., Hdb. on Gal 3:19).—New Docs 1, 83; DELG s.v. τάσσω. M-M. TW. -
6 διαταγή
η приказ; команда; приказание, распоряжение;έγγραφος διαταγή — письменный приказ;
προφορική διαταγή — устное распоряжение;
δίδω διαταγή — отдавить приказ, подавать команду;
κατ' ανωτέραν διαταγήν — по распоряжению свыше;
κατά διαταγή — по приказу;
§ είμαι εις τάς διαταγάς σας — к вашим услугам, я в вЗшем распоряжении;
γραμμάτιον εις διαταγήν ком. — платёжное обязательство, вексель
-
7 διαταγή
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > διαταγή
-
8 διαταγή
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > διαταγή
-
9 διαταγή
установление, распоряжение, наставление.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > διαταγή
-
10 διαταγῇ
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > διαταγῇ
-
11 διαταγή
[диатаги] ουσ. Θ. приказ, приказание,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > διαταγή
-
12 διαταγή
-ῆς + ἡ N 1 0-0-0-1-0=1 Ezr 4,11command, ordinance; neol.?→ NIDNTT; PREISIGKE; TWNT -
13 διαταγή
[диатаги] ουσ θ приказ, приказание. -
14 διαταγή
δια-τᾰγή, ἡ,A command, ordinance, LXX 2 Es.4.11, Ep.Rom.13.2;ἐκ διαταγῆς CIG3465
, POxy.92.3 (iv A. D.); testamentary disposition, IGRom.4.840.3, etc.; δ. τῆς τρύγης ποιήσασθαι make arrangements for.., PFay.133.4 (iv A. D.);πόλεως Ps.-Callisth.1.33
;εἰς διαταγὰς ἀγγέλων Act.Ap.7.53
; medical regimen, Ruf. ap. Orib.6.38.13; = τάξις, Placit.1.15.8.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διαταγή
-
15 διατᾱγή
-
16 διαταγή
наредбаГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > διαταγή
-
17 διαταγή
1) avis2) ordre -
18 Διαταγή του βασιλιά και τα σκυλιά δεμένα
• Приказ начальника – закон для подчиненногоИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Διαταγή του βασιλιά και τα σκυλιά δεμένα
-
19 διαταγαί
διαταγήcommand: fem nom /voc pl -
20 διαταγήν
διαταγήcommand: fem acc sg (attic epic ionic)
См. также в других словарях:
διαταγή — command fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαταγή — Εντολή, προσταγή· επίσης το έγγραφο στο οποίο αναγράφεται η διαταγή. δ. πληρωμής (Νομ.). Όταν πρόκειται για χρηματικές απαιτήσεις που αποδεικνύονται με δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο, μπορεί να ζητηθεί από τον δικαστή η έκδοση δ. πληρωμής με… … Dictionary of Greek
διαταγή — η 1. δεσμευτική επιταγή, εντολή από ανώτερη του λήπτη αρχή, γραπτή ή προφορική: Μην παραπονιέσαι σε μένα, γιατί εκτελώ απλά διαταγή του διευθυντή. 2. το έγγραφο της εντολής: Το επιτελικό γραφείο έστειλε σήμερα δυο καινούριες διαταγές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διαταγῇ — διατάσσω appoint aor subj pass 3rd sg διατάσσω appoint aor subj pass 3rd sg διατάσσω appoint aor subj pass 3rd sg διαταγή command fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαταγῆι — διαταγῇ , διατάσσω appoint aor subj pass 3rd sg διαταγῇ , διατάσσω appoint aor subj pass 3rd sg διαταγῇ , διατάσσω appoint aor subj pass 3rd sg διαταγῇ , διαταγή command fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαταγαῖς — διαταγή command fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαταγαί — διαταγή command fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαταγῆς — διαταγή command fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαταγήν — διαταγή command fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαταγῶν — διαταγή command fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιταγή — Πιστωτικός τίτλος με ασαφή ιστορική καταγωγή που γνώρισε ευρεία διάδοση από τις αρχές του 18ου αι. στη Μεγάλη Βρετανία, όταν απαγορεύτηκε στα πιστωτικά ιδρύματα να εκδίδουν τραπεζογραμμάτια και παραχωρήθηκε το δικαίωμα της έκδοσης χαρτονομίσματος … Dictionary of Greek