-
1 διασφαλιζομαι
-
2 διασφαλίζομαι
A secure firmly, Plb.5.69.2, Ph.Byz.Mir.4.2, Herod. [voice] Med. ap. Orib.8.7.3:—[voice] Pass.,σιδήρῳ διησφαλισμένα J.AJ15.11.3
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διασφαλίζομαι
-
3 διασφαλίζομαι
-
4 διασφαλιζόμεθα
διασφαλίζομαιsecure firmly: pres ind mp 1st plδιασφαλίζομαιsecure firmly: imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) -
5 διασφαλισάμενος
διασφαλίζομαιsecure firmly: aor part mp masc nom sg -
6 διασφαλίζεται
διασφαλίζομαιsecure firmly: pres ind mp 3rd sg -
7 διασφαλίσασθαι
διασφαλίζομαιsecure firmly: aor inf mp
См. также в других словарях:
διασφαλίζομαι — διασφαλίζομαι, διασφαλίστηκα, διασφαλισμένος βλ. πίν. 34 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
διασφαλιζόμεθα — διασφαλίζομαι secure firmly pres ind mp 1st pl διασφαλίζομαι secure firmly imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διασφαλισάμενος — διασφαλίζομαι secure firmly aor part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διασφαλίζεται — διασφαλίζομαι secure firmly pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διασφαλίσασθαι — διασφαλίζομαι secure firmly aor inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διασφαλίζω — (Α διασφαλίζομαι) καθιστώ ασφαλές κάτι, εξασφαλίζω … Dictionary of Greek
σιγουρεύω — Ν [σίγουρος] 1. καθιστώ κάτι σίγουρο, ασφαλές, σταθεροποιώ, εξασφαλίζω, διασφαλίζω («καλό είναι να σιγουρέψεις τα χρήματα σου βάζοντάς τα στην τράπεζα») 2. χαμηλώνω, χαλαρώνω τα πανιά ή τα σχοινιά πλοίου, σιγουράρω 3. μέσ. σιγουρεύομαι α) (για… … Dictionary of Greek