-
1 διασφακτηρ
-
2 διασφακτήρ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διασφακτήρ
-
3 διασφακτήρ
δια-σφακτήρ, σίδηρος, das schlachtende, mordende -
4 διασφακτήρι
-
5 διασφακτῆρι
См. также в других словарях:
διασφακτήρ — διασφακτήρ, ο (Α) ο φονικός («διασφακτῆρι σιδήρῳ») … Dictionary of Greek
διασφακτῆρι — διασφακτήρ murderous masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)