-
1 διαστροφως
-
2 διαστρόφως
διάστροφοςtwisted: adverbialδιάστροφοςtwisted: masc /fem acc pl (doric)
См. также в других словарях:
διαστρόφως — επίρρ. (Α) εσφαλμένα, όχι σωστά … Dictionary of Greek
διαστρόφως — διάστροφος twisted adverbial διάστροφος twisted masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)