-
1 διαστηματικών
διαστηματικόςproceeding by intervals: fem gen plδιαστηματικόςproceeding by intervals: masc /neut gen pl -
2 διαστηματικῶν
διαστηματικόςproceeding by intervals: fem gen plδιαστηματικόςproceeding by intervals: masc /neut gen pl
См. также в других словарях:
διαστηματικῶν — διαστηματικός proceeding by intervals fem gen pl διαστηματικός proceeding by intervals masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυκνός — ή, ό / πυκνός, ή, όν, ΝΜΑ, ποιητ. τ. πυκινός, ή, όν, αιολ. τ. πύκνος, ον, Α 1. αυτός που περιέχει πολλή ύλη σε μικρό χώρο, δηλ. αυτός τού οποίου τα συστατικά βρίσκονται πολύ κοντά μεταξύ τους, συμπαγής, σφιχτός, κρουστός (α. «πυκνή ύφανση» β.… … Dictionary of Greek