Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

διαστημάτων

См. также в других словарях:

  • διαστημάτων — διάστημα interval neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τζαρλίνο, Tζοζέφο — (Zarlino, 1517 – 1590). Ιταλός θεωρητικός της μουσικής. Μαθήτευσε κοντά στον Βίλαρτ, πήρε το ιερατικό σχήμα και γρήγορα απέκτησε μεγάλη φήμη, όπως διαφαίνεται από το γεγονός, ότι διαδέχτηκε τον Κυπριανό ντε Ποπ ως μουσικός διευθυντής του ναού του …   Dictionary of Greek

  • συμφωνία — (Μουσ.). Σύνθεση κατά κανόνα ενόργανη, που καμιά φορά όμως δέχεται και την ανάμειξη της ανθρώπινης φωνής (σολίστ και χορωδία). Ο όρος συμφωνία κατέληξε στη σημερινή του έννοια έπειτα από μεγάλη ποικιλία εκδοχών. Στην κλασική εποχή σήμαινε, από… …   Dictionary of Greek

  • σύστημα — το, ΝΜΑ, και δωρ. τ. σύσταμα και μτγν. τ. σύστεμα Α [συνίσταμαι] 1. σύνολο στοιχείων, υλικών ή ιδεατών, τού οποίου τα μέλη βρίσκονται σε στενή μεταξύ τους σχέση αλληλεξάρτησης και συναπαρτίζουν ένα οργανωμένο όλον, καθώς και η ολότητα τών σχέσεων …   Dictionary of Greek

  • τονικότητα — Σύνολο ήχων, που, στα πλαίσια ενός μουσικοθεωρητικού συστήματος, υπακούουν σε συγκεκριμένες αρμονικές σχέσεις και μελωδική συγγένεια και είναι οργανωμένοι σε τρόπο, ώστε να συγκλίνουν σε έναν ηχητικό πόλο. Στην αρχαία Ελλάδα ως βασικός πόλος… …   Dictionary of Greek

  • ПАНЭТИЙ —    • Panaetĭus,          Παναίτιος,        1. сын Никанора, из Родоса, родился ок. 180 г. до Р. X. Философское образование он получил в Афинах у Диогена Вавилонского и его ученика Антипатра из Тарса. Оттуда он отправился в Рим, где подружился с… …   Реальный словарь классических древностей

  • Byzantinisches Recht — Byzantinisches Recht, das nach Justinian bis zum Untergang des Byzantinischen Reichs weiter gebildete od. bearbeitete, namentlich Römische Recht, daher es auch gewöhnlich Jus civile postjustinianeum genannt wird. Schon unter u. bald nach… …   Pierer's Universal-Lexikon

  • Eustathĭos — (Eustathius, d.i. der Beständige, männlicher Vorname), 1) E. aus Kappadocien, Neuplatoniker, Schüler des Jamblichos, ein großer Redner, ging 358 als Gesandter des Kaisers Constantius an den Perserkönig Sapor. 2) St. E. von Antiochien, aus Side in …   Pierer's Universal-Lexikon

  • έδαφος — Το ανώτερο επιφανειακό στρώμα της Γης, μεταξύ του μητρικού πετρώματος και της ατμόσφαιρας, μέσα στο οποίο αναπτύσσονται τα φυτά. Το ε. είναι συνεχόμενο λεπτό στρώμα που καλύπτει τον φλοιό της Γης, εκτός από τους βράχους, τις γυμνές βουνοπλαγιές,… …   Dictionary of Greek

  • διαβήτης — I (Ιατρ.). Όρος που αναφέρεται σε μια ετερογενή ομάδα παθολογικών καταστάσεων, που έχουν κοινό γνώρισμα την υπερβολική αποβολή ούρων. Ο όρος αναφέρεται συνήθως στον σακχαρώδη δ. που είναι και η πιο συχνή από τις καταστάσεις αυτές. Ο σακχαρώδης δ …   Dictionary of Greek

  • δυναμική — (Φυσ.). Η μελέτη της κίνησης των σωμάτων σε συσχετισμό με τις δυνάμεις που επενεργούν σε αυτά ή που ασκούν πίεση σε αυτά. Η δ. είναι ο κλάδος της μηχανικής που μελετά τις κινήσεις των σωμάτων σε σχέση με τα αίτια που τις προκαλούν. Διαφέρει από… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»