-
1 προ-μνηστῖνοι
προ-μνηστῖνοι, einzeln, Einer nach dem Andern, in einer Reihe hinter einander her; προμνηστῖναι ἐπήϊσαν, Od. 11, 233, wie προμνηστῖνοι ἐςέλϑετε, μηδ' ἅμα πάντες, 21, 230; nach den alten Erklärern von μένω, statt προμενετῖνοι oder προμενέστινοι, Schol. Od., d. h. Jeder auf den Vorangehenden wartend, nicht alle zugleich, ἑξῆς καὶ ἐκ διαστημάτων ἀναμένουσαι ἀλλήλας.
-
2 σελίς
σελίς, ίδος, ἡ, gew. im plur., der leere Raum, die Gänge zwischen den Ruderbänken, τὰ διαφράγματα μεταξὺ τῶν διαστημάτων τῆς νηός, Hesych. Auch der Raum zwischen den Sitzen im Theater, Phryn. in B. A. 62; u. nach Hesych. eigtl. der leere Raum zwischen den παραγραφαῖς, d. i. zwischen den zwei Columnen, die eine geschriebene Seite füllten u. durch eine senkrechte Linie getrennt zu werden pflegten; dah. übh. beschriebene Seite eines Buches, Pol. 5, 33, 3, v. l. σελίδιον; δισσὰς ἡμιϑέων γραψάμενος σελίδας, Ep. in Plut. vit. Hom., von der Ilias u. der Odyssee; Ἰλιάδος, Acerat. (VII, 138). Das Lineal, wonach die Räume zwischen den Columnen mit geraden Linien bezeichnet werden, heißt σελίδων κανόνισμα φιλόρϑιον, Phani. 3 (VI, 295); wie der Bleistift σελίδων σημάντωρ πλευρῆς, Philp. 17 (VI, 62). Es scheint mit σέλμα verwandt zu sein.
-
3 ὅρος
ὅρος, ὁ, ion. u. ep. οὖρος, die G rä nze; ὑπὸ Κυλλάνας ὅροις, Pind. Ol. 6, 77; Tragg., γῆς ἐπ' ἐσχάτοις ὅροις, Aesch. Prom. 669, τὸ μὴ περᾶν ὅρον τόπων, Eum. 901; übertr., πόϑεν ὅρους ἔχεις ϑεσπεσίας ὁδοῦ, Ag. 1125; γῆς δὲ μὴ 'μβαίνῃς ὅρων, Soph. O. C. 401; γῆς πατρᾠας ὅρον ἐκλιπεῖν, Eur. El. 1315, öfter; u. in Prosa, ἐντὸς ὅρων Ἡρακλείων, Plat. Tim. 25 e; bes. Bestimmung eines Begriffes, Definition, = ὁρισμός, Arist. rhet. 2, 8; Plat. def. 414 heißt ὅρος λόγος ἐκ διαφορᾶς καὶ γένους συγκείμενος; so bei Plat. öfter; οὐκ ἄρα οὗτος ὅρος ἐστὶ δικαιοσύνης ἀληϑῆ λέγειν, Rep. I, 331 d; ἢ ὁ αὐτὸς ὅρος ἐστὶ τοῦ βελτίονος καὶ τοῦ κρείττονος, Gorg. 488 c, haben sie denselben Umfang des Begriffs; auch die Gränze, die Schranken, das Maaß, ὑπερβάντες τὸν τῶν ἀναγκαίων ὅρον, Rep. II, 373 d; ὅρους ϑέσϑαι τῶν ὠνίων, Legg. VIII, 849 c; vgl. Pol. πάντας τοὺς τῆς πίστεως ὅρους ὑπερβαίνειν, 25, 4, 3; – auch = Verhältniß, ἁρμονίας, Plat. Rep. IV, 443 d, διαστημάτων, Phil. 17 c. – In Athen sind ὅροι die Anschlagetafeln, welche mit Angabe der Schuldforderung an verschuldete, verpfändete Häuser geheftet werden, Harpocr. τὰ ἐπόντα ταῖς ὑποκειμέναις οἰκίαις καὶ χωρίοις γράμματα, ἃ ἐδήλου, ὅτι ὑπόκεινται δανειστῇ; so ὅρους τιϑέναι ἐπὶ τῆς οἰκίας, Is. 6, 37; τίϑησιν ὅρους ἐπὶ τὴν οἰκίαν διςχιλίων, ἐπὶ δὲ τὸ χωρίον ταλάντου, Dem. 31, 1; τοὺς ὅρους ἀπὸ τῆς οἰκίας ἀφαιρεῖ, ib. 3, ἀνεῖλε, ib. 4, ὅρους ἔστησε, ib. 12; διέϑετο ὅρους ἐπιστῆσαι χιλίων δραχμῶν ἐμοὶ τῆς προικὸς ἐπὶ τὴν οἰκίαν, 41, 6, als Hypothek auf das Haus einschreiben oder dieses zum Anschlag bringen lassen.
См. также в других словарях:
διαστημάτων — διάστημα interval neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τζαρλίνο, Tζοζέφο — (Zarlino, 1517 – 1590). Ιταλός θεωρητικός της μουσικής. Μαθήτευσε κοντά στον Βίλαρτ, πήρε το ιερατικό σχήμα και γρήγορα απέκτησε μεγάλη φήμη, όπως διαφαίνεται από το γεγονός, ότι διαδέχτηκε τον Κυπριανό ντε Ποπ ως μουσικός διευθυντής του ναού του … Dictionary of Greek
συμφωνία — (Μουσ.). Σύνθεση κατά κανόνα ενόργανη, που καμιά φορά όμως δέχεται και την ανάμειξη της ανθρώπινης φωνής (σολίστ και χορωδία). Ο όρος συμφωνία κατέληξε στη σημερινή του έννοια έπειτα από μεγάλη ποικιλία εκδοχών. Στην κλασική εποχή σήμαινε, από… … Dictionary of Greek
σύστημα — το, ΝΜΑ, και δωρ. τ. σύσταμα και μτγν. τ. σύστεμα Α [συνίσταμαι] 1. σύνολο στοιχείων, υλικών ή ιδεατών, τού οποίου τα μέλη βρίσκονται σε στενή μεταξύ τους σχέση αλληλεξάρτησης και συναπαρτίζουν ένα οργανωμένο όλον, καθώς και η ολότητα τών σχέσεων … Dictionary of Greek
τονικότητα — Σύνολο ήχων, που, στα πλαίσια ενός μουσικοθεωρητικού συστήματος, υπακούουν σε συγκεκριμένες αρμονικές σχέσεις και μελωδική συγγένεια και είναι οργανωμένοι σε τρόπο, ώστε να συγκλίνουν σε έναν ηχητικό πόλο. Στην αρχαία Ελλάδα ως βασικός πόλος… … Dictionary of Greek
ПАНЭТИЙ — • Panaetĭus, Παναίτιος, 1. сын Никанора, из Родоса, родился ок. 180 г. до Р. X. Философское образование он получил в Афинах у Диогена Вавилонского и его ученика Антипатра из Тарса. Оттуда он отправился в Рим, где подружился с… … Реальный словарь классических древностей
Byzantinisches Recht — Byzantinisches Recht, das nach Justinian bis zum Untergang des Byzantinischen Reichs weiter gebildete od. bearbeitete, namentlich Römische Recht, daher es auch gewöhnlich Jus civile postjustinianeum genannt wird. Schon unter u. bald nach… … Pierer's Universal-Lexikon
Eustathĭos — (Eustathius, d.i. der Beständige, männlicher Vorname), 1) E. aus Kappadocien, Neuplatoniker, Schüler des Jamblichos, ein großer Redner, ging 358 als Gesandter des Kaisers Constantius an den Perserkönig Sapor. 2) St. E. von Antiochien, aus Side in … Pierer's Universal-Lexikon
έδαφος — Το ανώτερο επιφανειακό στρώμα της Γης, μεταξύ του μητρικού πετρώματος και της ατμόσφαιρας, μέσα στο οποίο αναπτύσσονται τα φυτά. Το ε. είναι συνεχόμενο λεπτό στρώμα που καλύπτει τον φλοιό της Γης, εκτός από τους βράχους, τις γυμνές βουνοπλαγιές,… … Dictionary of Greek
διαβήτης — I (Ιατρ.). Όρος που αναφέρεται σε μια ετερογενή ομάδα παθολογικών καταστάσεων, που έχουν κοινό γνώρισμα την υπερβολική αποβολή ούρων. Ο όρος αναφέρεται συνήθως στον σακχαρώδη δ. που είναι και η πιο συχνή από τις καταστάσεις αυτές. Ο σακχαρώδης δ … Dictionary of Greek
δυναμική — (Φυσ.). Η μελέτη της κίνησης των σωμάτων σε συσχετισμό με τις δυνάμεις που επενεργούν σε αυτά ή που ασκούν πίεση σε αυτά. Η δ. είναι ο κλάδος της μηχανικής που μελετά τις κινήσεις των σωμάτων σε σχέση με τα αίτια που τις προκαλούν. Διαφέρει από… … Dictionary of Greek