-
1 διαστάντες
διίστημιset apart: aor part act masc nom /voc pl -
2 κυκλόσε
A in or into a circle, περὶ δ' αὐτὸν ἀγηγέραθ'ὅσσοι ἄριστοι κ. Il.4.212
; διαστάντες τανύουσι κ. stretch [the skin] outwards on all sides, 17.392, cf. Onos.17, A.D.Adv.193.8, Ael.NA 3.13, etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κυκλόσε
-
3 διίστημι
δι-ίστημι, only intr., aor. 2 διαστήτην, διέστησαν, part. διαστάντες, perf. διέσταμεν, mid. ipf. διίστατο: stand apart, separate; met., διαστήτην ἐρίσαντε, Il. 1.6.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > διίστημι
См. также в других словарях:
διαστάντες — διίστημι set apart aor part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)