-
1 διασκωπτω
вышучивать, высмеивать(τινά Plut.)
ταῦτα μὲν δέ οὕτω διεσκώπτετο Xen. — так они перебрасывались шутками -
2 διασκώπτω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διασκώπτω
-
3 διασκώπτω
δια-σκώπτω, untereinander scherzen, sich gegenseitig verspotten
См. также в других словарях:
διασκώπτω — (Α) 1. σκώπτω επανειλημμένως κάποιον 2. ( ομαι) ανταλλάσσω σκώμματα με κάποιον … Dictionary of Greek