-
1 διασκεδαστικός
[дьяскедастикос] επ. развлекательный,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > διασκεδαστικός
-
2 весёлый
-
3 забавный
-
4 занимательный
-
5 увлекательный
увлекательный διασκεδαστικός; γοητευτικός; συναρπαστικός (захватывающий)* * *διασκεδαστικός; γοητευτικός; συναρπαστικός ( захватывающий) -
6 увеселительный
επ.διασκεδαστικός, ψυχαγωγικός•-ая прогулка διασκεδαστικός περίπατος•
-ые заведения κέντρα διασκέδασης.
-
7 веселый
весел||ыйприл εὔθυμος, κεφάτος, χαρούμενος/ διασκεδαστικός (занятный):\веселыйая жизнь ἡ ἐΰθυμη ζωή· \веселыйое настроение τό κέφι· \веселыйые глаза τά γελαστά μάτια· \веселыйый спектакль ἡ διασκεδαστική παράσταση. -
8 забавный
забавныйприл διασκεδαστικός, ἀστείος:\забавный слу́чай τό διασκεδαστικό περιστατικό· он очень \забавный εἶναι πολύ ἀστείος. -
9 занимательный
занима́тельн||ыйприл ἐνδιαφέρων, διασκεδαστικός. -
10 занятный
занятныйприл разг διασκεδαστικός, ἐνδιαφέρων. -
11 затейливый
затей||ливыйприл1. (вычурный) ἐπι-τετηδευμένος, ἐπιτηδευτός/ ἐφευρετικός, ἐπινοητικός (искусный)/ πολύπλοκος, περίπλοκος (сложный)·2. (занятный) ἐνδιαφέρων, διασκεδαστικός, ψυχαγωγικός. -
12 увеселйтельный
увесел||йтельныйприл διασκεδαστικός, ψυχαγωγικός. -
13 забавный
[ζαμπάβνυΐ] επ. διασκεδαστικός -
14 затейливый
[ζατιείλιβύΐ] εκ. ενδιαφέρων, διασκεδαστικός -
15 увеселительный
[συβισιλίτιλ"νυϊ] εκ. διασκεδαστικός -
16 забавный
[ζαμπάβνυϊ] επ διασκεδαστικός -
17 затейливый
[ζατιείλιβύϊ] επ ενδιαφέρων, διασκεδαστικός -
18 увеселительный
[συβισιλίτιλ"νυϊ] επ διασκεδαστικός -
19 забавный
επ., βρ: -вен, -вна, -вноδιασκεδαστικός, ψυχαγωγικός, τερπνός•забавный рассказ τερπνό διήγημα.
|| αστείος, ευτράπελος, φιλοσκώμμονας. -
20 занимательный
επ. βρ: -лен, -льна, -льно; διασκεδαστικός, τερπνός, ψυχαγωγικός, ενδιαφέρων.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
διασκεδαστικός — fitted for dispersing masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διασκεδαστικός — ή, ό (Α διασκεδαστικός, ή, όν) νεοελλ. 1. τερπνός, ψυχαγωγικός 2. ειρων. γελοίος, κωμικός, μη σοβαρός αρχ. 1. αυτός που προκαλεί διασπορά ή διάλυση 2. αυτός που συντελεί στην πέψη, χωνευτικός … Dictionary of Greek
διασκεδαστικός — ή, ό 1. ευχάριστος, αυτός που έχει την ιδιότητα να κάνει τους άλλους να περνούν ευχάριστα: Η ταινία ήταν πολύ διασκεδαστική. 2. ο διαλυτικός, ο αναλυτικός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διασκεδαστικόν — διασκεδαστικός fitted for dispersing masc acc sg διασκεδαστικός fitted for dispersing neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διασκεδαστική — διασκεδαστικός fitted for dispersing fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διασκεδαστικήν — διασκεδαστικός fitted for dispersing fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γουστόζικος — η, ο 1. χαριτωμένος, κομψός 2. διασκεδαστικός. [ΕΤΥΜΟΛ. Επίθετο σχηματισμένο από το ουδέτερο τού γουστόζος*] … Dictionary of Greek
λουσώριος — λουσώριος, ία, ον (Α) αυτός που χρησίμευε για αναψυχή («λουσώριον πλοῑον», Επιφάν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. lusorius «διασκεδαστικός» < λατ. lusor «παίκτης, σκώπτης»] … Dictionary of Greek
μετεωριστικός — μετεωριστικός, ή, όν (ΑΜ) [μετεωρίζω] μσν. διασκεδαστικός, αστείος αρχ. αυτός που διαταράσσει το πνεύμα. επίρρ... μετεωριστικῶς (Μ) αστεία, πειρακτικά … Dictionary of Greek
παιγνιώδης — ες (Α παιγνιώδης, ῶδες) [παίγνιον] διασκεδαστικός, αστείος, παιχνιδιάρης αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ παιγνιῶδες εύθυμη διάθεση, αστείος χαρακτήρας («μήτε τὸ φρόνιμον μήτε τὸ παιγνιῶδες ἀπολιπεῑν ἐκ τῆς ψυχῆς», Ξεν.). επίρρ... παιγνιωδώς (Α… … Dictionary of Greek
παιδικός — ή, ὁ (ΑΜ παιδικός, ή, όν) [παῖς, παιδός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε παιδί (α. «παιδική ηλικία» η περίοδος τής ζωής τού ανθρώπου από τη γέννηση έως την έναρξη τής ήβης θ. «παιδικό θέατρο» γ. «παιδικός χορός», Λυσ.) 2. παιδαριώδης,… … Dictionary of Greek