-
1 διασεσηρως
-
2 διασαιρω
См. также в других словарях:
διασεσηρώς — διασαίρω grin perf part act masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 διασεσηρως
2 διασαιρω
διασεσηρώς — διασαίρω grin perf part act masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)