-
1 διαρρήσσοντες
διαρρήγνυμιbreak through: pres part act masc nom /voc pl (epic ionic)διαρρήσσωpres part act masc nom /voc pl -
2 δια-πλήσσω
δια-πλήσσω (s. πλήσσω), zerschlagen, zerspalten; Homer: Iliad. 23, 120 τὰς (δρῦς) μὲν ἔπειτα διαπλήσσοντες Ἀχαιοὶ ἔκδεον ἡμιόνων, Scholl. Didym. οὕτως διαπλήσσοντες διὰ τοῦ ῆ αἱ Ἀριστάρχου, ἀντὶ τοῦ διακόπτοντες· ἄλλοι δὲ διαπλίσσοντες διὰ τοῦ ῑ, Apollon. Lex. Homer. p. 58, 18 διαπλήσσοντες· διασχίζοντες. ἐὰν δὲ σὺν τῷ ῑ γράφηται, ἔσται διαβαίνοντες; außerdem Lesart διαρρήσσοντες; Odyss. 8, 507 διαπλῆξαι κοῖλον δόρυ νηλέι χαλκῷ, Scholl. Didym. διατμῆξαι: Ἀρίσταρχος διαπλῆξαι, ὡς ἀλλαχοῦ, »τὰς μὲν ἔπειτα διαπλήσσοντες Ἀχαιοί ( Iliad. 23, 20)«. – Pass. διαπλήσσεσϑαι πρός τι, über etwas erstaunt sein, Epict. ench. 33, 13.
-
3 διαῤ-ῥήσσω
διαῤ-ῥήσσω, durchreißen, durchhauen; διαρρήσσοντες var. lect. bei Homer Iliad. 23, 120, Eustath. p. 1291, 59 ἕτεροι δὲ ἀντὶ τοῦ διαπλήσσοντες διαρρήσσντες γράφουσιν, s. s. v. διαπλήσσω; vgl. διαρρήγνυμι, ῥήσσω.
См. также в других словарях:
διαρρήσσοντες — διαρρήγνυμι break through pres part act masc nom/voc pl (epic ionic) διαρρήσσω pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)