-
1 lasting
διαρκείας -
2 dakikalık
διάρκειας ενός λεπτού -
3 аренда
η εκμίσθωση, η μίσθωση, η ενοικίασηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > аренда
-
4 гарантия
η εγγύησ/ηнарушение - и αθέτηση/παραβίαση της - ηςс - ей на.. месяцев με - για. μήνεςдолгосрочная - μακράς διαρκείας, μακροπρόθεσμη -краткосрочная - μικρής διαρκείας, βραχυπρόθεσμη -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > гарантия
-
5 задержка
1. (по времени) η (καθ)υστέ-ρησ/η, η επιβράδυνσηвследствие - и εξ' αιτίας της - ης, λόγω της -предотвращать - у προλαμβάνω/αποτρέπω την -(в эксплуатацию) - στην παράδοση για εκμετάλλευση/λειτουργίαвынужденная - αναγκαστική/υποχρεωτική -дополнительная - πρόσθετη/συμπληρωματική -ав. - της πτήσης2. (срабатывания механизма) το σταμάτημα, η (καθ)υστέρηση (εκκίνησης του μηχανισμού) 3. мед. η (καθ)υστέρηση, η κατακράτηση- мочи η κατακράτηση ούρων, η ανουρίαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > задержка
-
6 испытание
1. (проверка) η δοκιμ/ή, η δοκιμασία, η εξέταση, το πείραμα· *вы-держать - περνώ από εξετάσεις/δοκιμές- может иметь один (и только один) исход - μπορεί να έχει ένα (και μόνο ένα) αποτέλεσμαбуксировочное - (в опытовом бассейне) мор. - ρυμούλκησης (σε δεξαμενή προτύπων)гидравлическое - υδραυλική -, υδροστατική -государственные - я κρατι-κές/επίσιμες - έςдиагностическое (вчт.элн.) - διαγνωστικές -динамометрическое - маш. δυ-ναμομετρική -наземное - (ав.косм.) επίγεια -- на лабораторном макете (элн.) - πάνω στο εργαστηριακό ομοίωμα- на плотность (соединений швов и т.п.) - στεγανότητας (των ενώσεων, ραφών κ.λπ.)- на свариваемость (мет.кож.) - (συγκόλλησης- на стойкость к микроорганизмам текст. - αντοχής στους μικροοργανισμούς- на электрическую прочность под напряжением - της ηλεκτρικής αντοχής υπό φορτίοпредварительное - προκαταρκτική/δοκιμαστική -предпусковое - οι δοκιμές (πριν από την επίσημη εκκίνηση/έναρξη λειτουργίας)пропульсивное мор. - της πρόωσηςскоростное мор. - της ταχύτητας2. (авто) η δοκιμήπορείας 3. мор. η δοκιμ/ήманёвренное мор. - ελιγμώνшвартовные и ходовые-я ο δοκιμαστικός πλους, οι δοκιμές θαλάσσης (του σκάφους), разг. τα δοκιμαστικάРусско-греческий словарь научных и технических терминов > испытание
-
7 надёжность
η αξιοπιστίαη ασφάλειαη στερεότηταРусско-греческий словарь научных и технических терминов > надёжность
-
8 пластинка
пластинка ж η πλάκα· ο δίσκος* долгоиграющая \пластинка о δίσκος μακράς διαρκείας· поставить \пластинкау βάζω δίσκο* * *жη πλάκα; ο δίσκοςдолгоигра́ющая пласти́нка — ο δίσκος μακράς διαρκείας
поста́вить пласти́нку — βάζω δίσκο
-
9 полнометражный
полнометражный: \полнометражный фильм το φιλμ μακράς διαρκείας* * *полнометра́жный фильм — το φιλμ μακράς διαρκείας
-
10 фильм
фильм м το φιλμ, η ταινία; художественный \фильм το καλλιτεχνικό φιλμ; короткометражный \фильм το φιλμ μικρός διαρκείας· мультипликационный \фильм το μίκι-μάους* * *мτο φιλμ, η ταινίαхудо́жественный фильм — το καλλιτεχνικό φιλμ
короткометра́жный фильм — το φιλμ μικρές διαρκείας
мультипликацио́нный фильм — το μίκι-μάους
-
11 непроглядный
[νιπραγκλγιάντνυΐ] εκ. θεοσκότεινος νταλζύηλ'νυϊ/][/*] εκ. μικρής διάρκειας νταλζύηλ'νυϊ/][/*] εκ. μικρής διάρκειας -
12 непроглядный
[νιπραγκλγιάντνυϊ] επ θεοσκότεινοςνταλζύηλ'νυϊ][/*] επ μικρής διάρκειας νταλζύηλ'νυϊ][/*] επ μικρής διάρκειας -
13 непродолжительный
επ., βρ: -лен, -льна, -оμικρής διάρκειας- λιγόχρονος, βραχυχρόνιος, σύντομος•непродолжительный отпуск άδεια μικρής διάρκειας•
в течение -ого времени σε σύντομο χρονικό διάστημα•
-ое счастье εφήμερη ευτυχία.
-
14 по...
πρόθεμαIΧρησιμοποιείται για το σχηματισμό ρημάτων και σημαίνει:1. απόκτηση ιδιότητας ή ποιότητας σε μεγάλο ή μικρό βαθμό: побелеть, повзрослеть, подешеветь, покраснеть κλπ.2. περιαγωγή της ενέργειας ως το αποτέλεσμα: побрить, погибнуть, посеять.3. ενέργεια εκτελούμενη μια φορά: поблагодарить, поглядеть, попросить κλπ.4. ενέργεια περιορισμένης διάρκειας: побегать, поговорить, поработать, посидеть κλπ.5. αρχή της ενέργειας: побежать, повеять, погнать.6. (μόνο από ρ.δ. με επιθέματα «-ыва-» «-ива-» κ. «-ва-») ενέργεια ακαθόριστης διάρκειας ή επανάλειψης: поглядывать, похаживать, почитывать.7. ενέργεια μειωμένης έντασης• μικρής ισχύος, επιφανειακού χαρακτήρα: позолотить, помазать, попудрить.8. επέκταση της ενέργειας σε όλα ή μερικά αντικείμενα: попадать, помёрзнуть, попрятать.9. βαθμιαία ενέργεια: попривыкнуть, понабросать κλπ.. || σχηματίζει ρ.σ. όπως: подарить, пожелать, познакомиться, понравиться, поцеловатьсяIIΧρησιμοποιείται για το σχηματισμό επιθέτων με σημασία:1. κατοπινή της σημασίας της ρίζας του επιθέτου: пореформенный, посмертный.2. αντιστοιχία της σημασίας της ρίζας και του προθέματος: посильный, поземельный.3. αναφερόμενη για το καθένα από τα αντικείμενα, που υποδείχνει η ρίζα.Κατά το σχηματισμό του συγκριτικού βαθμού των επιθέτων και επιρρημάτων μειώνει τη σημασία αυτών: поменьше, помоложе, постарше.IVΧρησιμοποιείται για το σχηματισμό επιθέτων και ουσιαστικών με σημ. εγγύτητας ή κατά μήκος: поволжский, пограничный, побережье, подорожник.VΣε συνδυασμό με επίθετα σχηματίζει επιρρήματα τροπικά: по-новому, по-прежнему, по-русски, по-гречески.VIΣε συνδυασμό με κτητικές αντωνυμίες σχηματίζει επιρρήματα με σημασία αντιστιχούσα με τη γνώμη ή επιθυμία (κάποιου)•по-моему, по-твоему, по-своему κ.τ.τ.
-
15 забастовка
η απεργίαпрекращать - у σταματώ/διακόπτω την -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > забастовка
-
16 непродолжительный
μικρής διάρκειας.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > непродолжительный
-
17 пастеризация
η παστερίωσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > пастеризация
-
18 перегрузка
1. (превышение нормальной нагрузки) η υπερφόρτωση 2. (на дороге) η συμφόρτιση 3. (груза с одного места на другое) η μεταφόρτωσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > перегрузка
-
19 полис
(страх.) το ασφαλιστικ/ό συμβό-λαι/οстраховой - то же что и полис таксированный - με μη καθορισμένο ποσόν αποζημίωσηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > полис
-
20 пролонгация
η παράταση, η προέκταση, η επιμήκυνση- срока - της διάρκειας/του χρόνουРусско-греческий словарь научных и технических терминов > пролонгация
См. также в других словарях:
διαρκείας — διαρκείᾱς , διάρκεια sufficiency fem acc pl διαρκείᾱς , διάρκεια sufficiency fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ελλάδα - Εκπαίδευση — Η ΠΡΟΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΙ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ Είναι οι λόγιοι της προεπαναστατικής περιόδου (β΄ μισό 18ου αιώνα μέχρι την κήρυξη της επανάστασης) οι οποίοι, προσβλέποντας στην πνευματική αναγέννηση του Γένους, που θα έφερνε και την… … Dictionary of Greek
ήχου, εγγραφή — Σύνολο τεχνικών λειτουργιών που επιτρέπουν τη μεταφορά των χαρακτηριστικών του ήχου πάνω σε ένα κατάλληλο υλικό, ικανό να το διατηρεί και να το αναπαράγει. Η ε.ή. μπορεί να γίνει με μεθόδους οπτικο φωτογραφικές (που χρησιμοποιούνται για τον… … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
αστροναυτική — Επιστήμη η οποία οφείλει την ανάπτυξή της στην προσπάθεια κατάκτησης του Διαστήματος. Η α. είναι το σύνολο των θεωρητικών ερευνών και των πρακτικών εφαρμογών σχετικά με την κίνηση οχημάτων στο Διάστημα, που ξεκινούν από τη Γη, προωθούνται με… … Dictionary of Greek
δάσος — Έκταση ακαλλιέργητου εδάφους, στο οποίο αναπτύσσονται ελεύθερα δέντρα με ψηλό κορμό, σε ενώσεις με άλλες βλαστικές μορφές, όπως είναι οι θάμνοι, οι πόες και τα θαλλόφυτα, που διατάσσονται σε ορόφους και από τους οποίους ο ανώτερος συγκροτείται… … Dictionary of Greek
δασός — Έκταση ακαλλιέργητου εδάφους, στο οποίο αναπτύσσονται ελεύθερα δέντρα με ψηλό κορμό, σε ενώσεις με άλλες βλαστικές μορφές, όπως είναι οι θάμνοι, οι πόες και τα θαλλόφυτα, που διατάσσονται σε ορόφους και από τους οποίους ο ανώτερος συγκροτείται… … Dictionary of Greek
σημειογραφία — Στη μουσική, η γραφική παράσταση των ήχων, δηλαδή ο τρόπος έκφρασης της μουσικής σκέψης. Η ανάγκη αυτή προκάλεσε, στο πέρασμα του χρόνου, την εμφάνιση πολλών συστημάτων σ., που έπειτα ενώθηκαν στην παγκόσμια αποδοχή του πεντα γραμμικού συστήματος … Dictionary of Greek
τοκετός — Εξώθηση ή εξαγωγή του εμβρύου από τον μητρικό οργανισμό· ακριβέστερα ο όρος τ. σημαίνει την εξώθηση ή την εξαγωγή του εμβρύου μόνο, ενώ η έξοδος του πλακούντα και των μεμβρανών του εμβρύου ονομάζεται υστεροτοκία. Ο τ. ονομάζεται απλός όταν… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… … Dictionary of Greek