-
1 διαπραγματεύομαι
II gain by trading, Ev.Luc. 19.15.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διαπραγματεύομαι
-
2 διαπραγματεύομαι
διαπραγματεύομαι mid. dep., 1 aor. διεπραγματευσάμην (s. πραγματεύομαι Pla., Phd. 77d; 95e=examine thoroughly) gain by trading, earn (Dionys. Hal. 3, 72; POxy 1982, 16) τί διεπραγματεύσαντο what they had gained by trading Lk 19:15 (v.l. τί τίσατο).—DELG s.v. πράσσω. M-M. TW.Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > διαπραγματεύομαι
-
3 διαπραγματεύομαι
negotiateΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > διαπραγματεύομαι
-
4 διαπραγματευομένων
διαπραγματεύομαιdiscuss: pres part mp fem gen plδιαπραγματεύομαιdiscuss: pres part mp masc /neut gen plδιαπρᾱγματευομένων, διαπραγματεύομαιdiscuss: pres part mp fem gen plδιαπρᾱγματευομένων, διαπραγματεύομαιdiscuss: pres part mp masc /neut gen pl -
5 διαπραγματευόμεθα
διαπραγματεύομαιdiscuss: pres ind mp 1st plδιαπρᾱγματευόμεθα, διαπραγματεύομαιdiscuss: pres ind mp 1st plδιαπραγματεύομαιdiscuss: imperf ind mp 1st pl (homeric ionic)διαπρᾱγματευόμεθα, διαπραγματεύομαιdiscuss: imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) -
6 διαπραγματευόμενον
διαπραγματεύομαιdiscuss: pres part mp masc acc sgδιαπραγματεύομαιdiscuss: pres part mp neut nom /voc /acc sgδιαπρᾱγματευόμενον, διαπραγματεύομαιdiscuss: pres part mp masc acc sgδιαπρᾱγματευόμενον, διαπραγματεύομαιdiscuss: pres part mp neut nom /voc /acc sg -
7 διαπραγματεύσασθε
διαπραγματεύομαιdiscuss: aor imperat mp 2nd plδιαπρᾱγματεύσασθε, διαπραγματεύομαιdiscuss: aor imperat mp 2nd plδιαπραγματεύομαιdiscuss: aor ind mp 2nd pl (homeric ionic)διαπρᾱγματεύσασθε, διαπραγματεύομαιdiscuss: aor ind mp 2nd pl (homeric ionic) -
8 διαπραγματευθήσεται
διαπραγματεύομαιdiscuss: fut ind mp 3rd sgδιαπρᾱγματευθήσεται, διαπραγματεύομαιdiscuss: fut ind mp 3rd sg -
9 διαπραγματευομένη
διαπραγματεύομαιdiscuss: pres part mp fem nom /voc sg (attic epic ionic)διαπρᾱγματευομένη, διαπραγματεύομαιdiscuss: pres part mp fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
10 διαπραγματευομένης
διαπραγματεύομαιdiscuss: pres part mp fem gen sg (attic epic ionic)διαπρᾱγματευομένης, διαπραγματεύομαιdiscuss: pres part mp fem gen sg (attic epic ionic) -
11 διαπραγματευσάμενοι
διαπραγματεύομαιdiscuss: aor part mp masc nom /voc plδιαπρᾱγματευσάμενοι, διαπραγματεύομαιdiscuss: aor part mp masc nom /voc pl -
12 διαπραγματευσάμενος
διαπραγματεύομαιdiscuss: aor part mp masc nom sgδιαπρᾱγματευσάμενος, διαπραγματεύομαιdiscuss: aor part mp masc nom sg -
13 διαπραγματευσώμεθα
διαπραγματεύομαιdiscuss: aor subj mp 1st plδιαπρᾱγματευσώμεθα, διαπραγματεύομαιdiscuss: aor subj mp 1st pl -
14 διαπραγματευόμενοι
διαπραγματεύομαιdiscuss: pres part mp masc nom /voc plδιαπρᾱγματευόμενοι, διαπραγματεύομαιdiscuss: pres part mp masc nom /voc pl -
15 διαπραγματευόμενος
διαπραγματεύομαιdiscuss: pres part mp masc nom sgδιαπρᾱγματευόμενος, διαπραγματεύομαιdiscuss: pres part mp masc nom sg -
16 διαπραγματεύεσθαι
διαπραγματεύομαιdiscuss: pres inf mpδιαπρᾱγματεύεσθαι, διαπραγματεύομαιdiscuss: pres inf mp -
17 διαπραγματεύεται
διαπραγματεύομαιdiscuss: pres ind mp 3rd sgδιαπρᾱγματεύεται, διαπραγματεύομαιdiscuss: pres ind mp 3rd sg -
18 διαπραγματεύονται
διαπραγματεύομαιdiscuss: pres ind mp 3rd plδιαπρᾱγματεύονται, διαπραγματεύομαιdiscuss: pres ind mp 3rd pl -
19 διαπραγματεύσασθαι
διαπραγματεύομαιdiscuss: aor inf mpδιαπρᾱγματεύσασθαι, διαπραγματεύομαιdiscuss: aor inf mp -
20 διαπραγματεύσοιο
διαπραγματεύομαιdiscuss: fut opt mp 2nd sgδιαπρᾱγματεύσοιο, διαπραγματεύομαιdiscuss: fut opt mp 2nd sg
- 1
- 2
См. также в других словарях:
διαπραγματεύομαι — διαπραγματεύομαι, διαπραγματεύτηκα βλ. πίν. 18 Σημειώσεις: διαπραγματεύομαι : η χρησιμοποίηση του ρήματος με την έννοια → πραγματεύομαι (εξετάζω, εκθέτω, αναλύω ένα θέμα) είναι λαθεμένη. Το διαπραγματεύομαι σημαίνει → κάνω διαπραγματεύσεις … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
διαπραγματεύομαι — (Α διαπραγματεύομαι) 1. εξετάζω ή διερευνώ κάτι σε όλη του την έκταση, αναπτύσσω εγγράφως ή προφορικώς όλες τις απόψεις για κάποιο θέμα 2. διεξάγω συνεννοήσεις για αγοραπωλησία ή για τη ρύθμιση θέματος αρχ. 1. επιχειρώ να κάνω κάτι 2. κερδίζω από … Dictionary of Greek
διαπραγματεύομαι — διαπραγματεύτηκα, κάνω συνεννοήσεις, παζαρεύω, για να καταλήξω σε συμφωνία: Διαπραγματεύεται την αγορά ενός παραλιακού οικοπέδου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διαπραγματευομένων — διαπραγματεύομαι discuss pres part mp fem gen pl διαπραγματεύομαι discuss pres part mp masc/neut gen pl διαπρᾱγματευομένων , διαπραγματεύομαι discuss pres part mp fem gen pl διαπρᾱγματευομένων , διαπραγματεύομαι discuss pres part mp masc/neut… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαπραγματευόμεθα — διαπραγματεύομαι discuss pres ind mp 1st pl διαπρᾱγματευόμεθα , διαπραγματεύομαι discuss pres ind mp 1st pl διαπραγματεύομαι discuss imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) διαπρᾱγματευόμεθα , διαπραγματεύομαι discuss imperf ind mp 1st pl (homeric … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαπραγματευόμενον — διαπραγματεύομαι discuss pres part mp masc acc sg διαπραγματεύομαι discuss pres part mp neut nom/voc/acc sg διαπρᾱγματευόμενον , διαπραγματεύομαι discuss pres part mp masc acc sg διαπρᾱγματευόμενον , διαπραγματεύομαι discuss pres part mp neut… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαπραγματεύσασθε — διαπραγματεύομαι discuss aor imperat mp 2nd pl διαπρᾱγματεύσασθε , διαπραγματεύομαι discuss aor imperat mp 2nd pl διαπραγματεύομαι discuss aor ind mp 2nd pl (homeric ionic) διαπρᾱγματεύσασθε , διαπραγματεύομαι discuss aor ind mp 2nd pl (homeric … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαπραγματευθήσεται — διαπραγματεύομαι discuss fut ind mp 3rd sg διαπρᾱγματευθήσεται , διαπραγματεύομαι discuss fut ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαπραγματευομένη — διαπραγματεύομαι discuss pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) διαπρᾱγματευομένη , διαπραγματεύομαι discuss pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαπραγματευομένης — διαπραγματεύομαι discuss pres part mp fem gen sg (attic epic ionic) διαπρᾱγματευομένης , διαπραγματεύομαι discuss pres part mp fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαπραγματευσάμενοι — διαπραγματεύομαι discuss aor part mp masc nom/voc pl διαπρᾱγματευσάμενοι , διαπραγματεύομαι discuss aor part mp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)