-
1 διαπνοή
-
2 διαπνοῇ
-
3 διαπνοη
ἥ1) проток воздуха2) испарение -
4 διαπνοή
διαπνοήoutlet: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
5 διαπνοή
-
6 διαπνοή
δια-πνοή, ἡ,A outlet, vent for the wind, Arist.Mete. 368b9: pl., gap, interstice, Erot. s.v. διαρόλχας; pores, Aret.CA2.7; organs of respiration, Id.SA1.5.II exhalation, Thphr.CP16.6.III transpiration, Hp.Alim.28, Alex.Aphr.Pr.2.60, Gal.15.180, Aret. SA1.10; of vapours or humours, Id.CA1.1, CD2.13.IV expulsion of flatus, Id.SD2.8.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διαπνοή
-
7 διαπνοή
-
8 διαπνοή
transpiration -
9 διαπνοαί
διαπνοήoutlet: fem nom /voc pl -
10 διαπνοήν
διαπνοήoutlet: fem acc sg (attic epic ionic) -
11 άδηλος
ος, ον1) скрытый, не обнаруживающийся явно;άδηλαναπνοή ( — или διαπνοή) — кожное дыхание;
2) неясный, неопределённый; -
12 διαπνοής
-
13 διαπνοῆς
-
14 διαπνοαίς
-
15 διαπνοαῖς
-
16 διαπνοών
-
17 διαπνοῶν
-
18 διαπνοάς
διαπνοά̱ς, διαπνοήoutlet: fem acc pl -
19 διάπνευσις
A = διαπνοή, exhaling, Gp.5.28.1.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διάπνευσις
-
20 διαπνευστία
δια-πνευστία, ἡ,A = διαπνοή, Gal.19.514.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διαπνευστία
См. также в других словарях:
διαπνοῇ — διαπνοή outlet fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαπνοή — outlet fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαπνοή — Φαινόμενο κατά το οποίο τα φυτά αποβάλλουν, με μορφή υδρατμών, το νερό που έχουν απορροφήσει οι ρίζες τους από το έδαφος. Η δ. πραγματοποιείται από τα υπέργεια όργανα του φυτού και, κυρίως, από την κάτω επιφάνεια των φύλλων όπου ο αριθμός των… … Dictionary of Greek
διαπνοή — η φυσιολογική λειτουργία των φυτών μέσω της οποίας γίνεται, με τη μορφή υδρατμών από τα φύλλα, η αποβολή του νερού που παίρνουν με τις ρίζες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άδηλη διαπνοή — Η συνεχής εξάτμιση νερού από το δέρμα που δεν προέρχεται από τους ιδρωτοποιούς αδένες. Ο φυσιολογικός ενήλικος άντρας με κανονικό βασικό μεταβολισμό, αποβάλλει με την ά.δ. 30 γρ. κάθε ώρα. Εάν αυξηθεί ο βασικός μεταβολισμός, η ά.δ. αυξάνεται και… … Dictionary of Greek
διαπνοαῖς — διαπνοή outlet fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαπνοαί — διαπνοή outlet fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαπνοῆς — διαπνοή outlet fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαπνοήν — διαπνοή outlet fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαπνοῶν — διαπνοή outlet fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έρημος — Με τον όρο έ. εννοείται στη φυσική γεωγραφία μια περιοχή με ξηρό κλίμα που χαρακτηρίζεται από μεγάλη σπανιότητα ατμοσφαιρικών κατακρημνισμάτων (το μέγιστο ετήσιο ύψος βροχής ανέρχεται γενικά σε 200 250 χιλιοστά), τα οποία κατανέμονται πολύ… … Dictionary of Greek