-
1 διαπληκτιζομαι
вступать в столкновение, иметь стычку(τοῖς ἱππεῦσι Plut.; παίεσθαι καὴ δ. Luc.)
δ. σκώμμασι Plut. — перебрасываться насмешливыми замечаниями;δ. ἀπὸ νευμάτων πρός τινα Plut. — перемигиваться с кем-л. -
2 διαπληκτίζομαι
1) ссориться, браниться, препираться;2) драться -
3 διαπληκτίζομαι
V 1-0-0-0-0=1 Ex 2,13to spar, to fight, to come to blows; neol.Cf. LE BOULLUEC 1989, 84 -
4 διαπληκτίζομαι
A spar, LXXEx.2.13;τινί Luc.Anach.11
: generally, skirmish with,ἱππεῦσι Plu.Luc.31
: metaph., wrangle,δ. τοῖς γυναίοις Id.Tim.14
;πρὸς γύναιον Id.2.760a
, cf. Agath.2.29: c. dat. modi,δ. τοῖς σκώμμασι Plu.Sull.2
:—late in [voice] Act., Horap.1.70.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διαπληκτίζομαι
-
5 διαπληκτίζομαι
δια-πληκτίζομαι, streiten, plänkeln; τοῖς ἱππεῦσι, gegen die Reiter; auch σκώμμασι, necken, sich in Spöttereien überbieten; γυναίοις, mit den Frauen schäkern; ἀπὸ νευμάτων πρὸς τὸ γύναιον, mit lüsternen Blicken ansehen -
6 διαπληκτίζομαι
1) argue2) quarrel3) wrangleΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > διαπληκτίζομαι
-
7 πληκτίζομαι
(→διαπληκτίζομαι,,) -
8 wrangle
διαπληκτίζομαι -
9 διαπληκτιζομένων
διαπληκτίζομαιspar: pres part mp fem gen plδιαπληκτίζομαιspar: pres part mp masc /neut gen plδιαπληκτίζομαιspar: pres part mp fem gen plδιαπληκτίζομαιspar: pres part mp masc /neut gen pl -
10 διαπληκτιζόμενον
διαπληκτίζομαιspar: pres part mp masc acc sgδιαπληκτίζομαιspar: pres part mp neut nom /voc /acc sgδιαπληκτίζομαιspar: pres part mp masc acc sgδιαπληκτίζομαιspar: pres part mp neut nom /voc /acc sg -
11 διαπληκτιζομένοις
διαπληκτίζομαιspar: pres part mp masc /neut dat plδιαπληκτίζομαιspar: pres part mp masc /neut dat pl -
12 διαπληκτιζομένου
διαπληκτίζομαιspar: pres part mp masc /neut gen sgδιαπληκτίζομαιspar: pres part mp masc /neut gen sg -
13 διαπληκτιζομένους
διαπληκτίζομαιspar: pres part mp masc acc plδιαπληκτίζομαιspar: pres part mp masc acc pl -
14 διαπληκτιζόμενα
διαπληκτίζομαιspar: pres part mp neut nom /voc /acc plδιαπληκτίζομαιspar: pres part mp neut nom /voc /acc pl -
15 διαπληκτιζόμενοι
διαπληκτίζομαιspar: pres part mp masc nom /voc plδιαπληκτίζομαιspar: pres part mp masc nom /voc pl -
16 διαπληκτιζόμενος
διαπληκτίζομαιspar: pres part mp masc nom sgδιαπληκτίζομαιspar: pres part mp masc nom sg -
17 διαπληκτιζώμεθα
διαπληκτίζομαιspar: pres subj mp 1st plδιαπληκτίζομαιspar: pres subj mp 1st pl -
18 διαπληκτισάμενοι
διαπληκτίζομαιspar: aor part mp masc nom /voc plδιαπληκτίζομαιspar: aor part mp masc nom /voc pl -
19 διαπληκτίζεσθαι
διαπληκτίζομαιspar: pres inf mpδιαπληκτίζομαιspar: pres inf mp -
20 διαπληκτίζεται
διαπληκτίζομαιspar: pres ind mp 3rd sgδιαπληκτίζομαιspar: pres ind mp 3rd sg
- 1
- 2
См. также в других словарях:
διαπληκτίζομαι — διαπληκτίζομαι, διαπληκτίστηκα βλ. πίν. 34 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
διαπληκτίζομαι — (Α διαπληκτίζομαι) [πληκτίζομαι] 1. μαλώνω, αλληλοδέρνομαι 2. φιλονικώ, αλληλοβρίζομαι … Dictionary of Greek
διαπληκτίζομαι — διαπληκτίστηκα, ανταλλάσσω προσβλητικούς λόγους, φιλονικώ, μαλώνω: Διαπληκτίστηκα με την πεθερά μου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διαπληκτιζομένων — διαπληκτίζομαι spar pres part mp fem gen pl διαπληκτίζομαι spar pres part mp masc/neut gen pl διαπληκτίζομαι spar pres part mp fem gen pl διαπληκτίζομαι spar pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαπληκτιζόμενον — διαπληκτίζομαι spar pres part mp masc acc sg διαπληκτίζομαι spar pres part mp neut nom/voc/acc sg διαπληκτίζομαι spar pres part mp masc acc sg διαπληκτίζομαι spar pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλληλοδιαπληκτίζομαι — διαπληκτίζομαι με κάποιον ανταλλάσσοντας μαζί του βρισιές ακόμη και χτυπήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλληλο * + διαπληκτίζομαι] … Dictionary of Greek
διαπληκτιζομένοις — διαπληκτίζομαι spar pres part mp masc/neut dat pl διαπληκτίζομαι spar pres part mp masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαπληκτιζομένου — διαπληκτίζομαι spar pres part mp masc/neut gen sg διαπληκτίζομαι spar pres part mp masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαπληκτιζομένους — διαπληκτίζομαι spar pres part mp masc acc pl διαπληκτίζομαι spar pres part mp masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαπληκτιζόμενα — διαπληκτίζομαι spar pres part mp neut nom/voc/acc pl διαπληκτίζομαι spar pres part mp neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαπληκτιζόμενοι — διαπληκτίζομαι spar pres part mp masc nom/voc pl διαπληκτίζομαι spar pres part mp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)