-
1 г. διαπλανητικός
[μιζονίν] ουσ. α πατάρι -
2 г. διαπλανητικός
[μιζονίν] ουσ. α πατάρι -
3 г. διαπλανητικός
[μιζονίν] ουσ α πατάρι -
4 г. διαπλανητικός
[μιζονίν] ουσ α πατάρι -
5 межпланетный
διαπλανητικός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > межпланетный
-
6 межпланетный
межпланетный διαπλανητικός* \межпланетныйая станция о διαπλανητικός σταθμός* * *межплане́тная ста́нция — ο διαπλανητικός σταθμός
-
7 космический
космический κοσμικός* \космическийое пространство το διαπλανητικό διάστημα* \космический корабль το διαστημόπλοιο \космическийая станция ο διαπλανητικός σταθμός* * *косми́ческое простра́нство — το διαπλανητικό διάστημα
косми́ческий кора́бль — το διαστημόπλοιο
косми́ческая ста́нция — ο διαπλανητικός σταθμός
-
8 межпланетный
επ.διαπλανητικός•-ое пространство διαπλανητικό διάστημα•
-ая станция διαπλανητικός σταθμός•
межпланетный полёт διαπλανητική πτήση.
-
9 межпланетный
межпланетн||ыйприл διαπλανητικός:\межпланетныйые путешествия οἱ διαπλανητικές πτήσεις· \межпланетныйое пространство τό διαπλανητικό διάστημα
См. также в других словарях:
διαπλανητικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον διαπλανητικό χώρο, στο διάστημα («διαπλανητική ύλη», «διαπλανητικό δίκαιο», «διαπλανητικά ταξίδια») … Dictionary of Greek
γεωφυσική — Η επιστήμη που μελετά τις φυσικές ιδιότητες της Γης. Είναι χωρίς αμφιβολία ένας από τους αρχαιότερους κλάδους των ανθρώπινων γνώσεων, γιατί τα φυσικά φαινόμενα πάντα προκαλούσαν ενδιαφέρον και δέος στον άνθρωπο. Παρ’ όλα αυτά, η γ. εξελίχθηκε… … Dictionary of Greek
διαφυγής, ταχύτητα — (Αστρον.). Η ελάχιστη ταχύτητα που πρέπει να αποκτήσει ένα σώμα, ώστε, όταν εκτοξεύεται από την επιφάνεια ενός πλανήτη, να απομακρυνθεί από αυτόν χωρίς η δύναμη της βαρύτητας του πλανήτη να μπορεί να το συγκρατήσει και να το επαναφέρει στην… … Dictionary of Greek