-
1 διαπηνηκίζω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διαπηνηκίζω
-
2 διαπηνηκίσαι
διαπηνηκίζωtrick out deceitfully: aor inf actδιαπηνηκίσαῑ, διαπηνηκίζωtrick out deceitfully: aor opt act 3rd sg -
3 πηνηκίζω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πηνηκίζω
См. также в других словарях:
διαπηνηκίσαι — διαπηνηκίζω trick out deceitfully aor inf act διαπηνηκίσαῑ , διαπηνηκίζω trick out deceitfully aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)