-
1 διαπευθομαι
-
2 διαπεύθομαι
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διαπεύθομαι
-
3 διαπευθόμενος
διαπεύθομαιpres part mp masc nom sg -
4 διαπυνθάνομαι
διαπυνθάνομαι (poet. διαπεύθομαι (q.v.)),Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διαπυνθάνομαι
См. также в других словарях:
διαπεύθομαι — βλ. διαπυνθάνομαι … Dictionary of Greek
διαπευθόμενος — διαπεύθομαι pres part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαπυνθάνομαι — και διαπεύθομαι (Α) ανακαλύπτω, μαθαίνω κάτι ρωτώντας … Dictionary of Greek