-
1 пронизывать
διαπερνώ.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > пронизывать
-
2 пробивать
1. мех. διατρυπώ, διαπερνώ 2. эл. διαπερνώ 3. вчт. διατρυπώ 4. (проникнуть, просочиться) διαπερνώ 5. горн. διανοίγω 6. (проконопатить) καλαφατίζω (ξεν.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > пробивать
-
3 пересечь
-
4 проникать
проникать, проникнуть εισχωρώ, μπαίνω· διαπερνώ (просачиваться)* * *= проникнутьεισχωρώ, μπαίνω; διαπερνώ ( просачиваться) -
5 пробить
-бью, -бьшь, παρλθ. χρ. пробил-ла, -ло, προστκ. пробейρ.σ.1. διατρυπώ με χτυπήματα• διαπερνώ•пробить стену τρυπώ τον τοίχο•
пробить отверстие ανοίγω τρύπα•
пробить брешь κάνω ρήγμα.
|| σπάζω, θραύω•река -ла плотину το ποτάμι έσπασε το φράγμα.
|| διαπερνώ, διέρχομαι•лучи солнца тучу -ли οι ακτίνες του ήλιου διαπέρασαν το σύννεφο.
2. διανοίγω (οδό, δίοδο κ.τ.τ.).3. βλ. проконопатить.4. (στα παιγνίδια) χτυπώ επιτυχώς• βάζω (γκολ κ.τ.τ.).5. χτυπώ, παράγω ήχους• κρούω•пробить в колокол χτυπώ την καμπάνα•
пробить в барабан τυμπανίζω•
пробить тревогу σημαίνω συναγερμό•
часы -ли пять раз το ρολόγι χτύπησε πέντε η ώρα•
в городе -ло полночь στην πόλη χτύπησε μεσάνυχτα.
6. (απρόσ.) συμπληρώνω, κλείνω•мне -ло 18 лет εγώ έκλεισα τα 18 χρόνια.
εκφρ.пробить себе дорогу (путь) – σταδιοδρομώ με δικές μου προσπάθειες•час -йл! – σήμανε η ώρα! ήρθε ο καιρός! (για κάτι).1. διέρχομαι, περνώ ανάμεσα από διεισδύω.2. (ανα)φύομαι, βγαίνω, προβάλλω. || μτφ. (για αισθήματα)• εκδηλώνομαι, εμφανίζομαι, φανερώνομαι.3. μτφ. χτυπώ ρυθμικά (για σφυγμό, καρδιά κ.τ.τ.).4. μτφ. καταβάλλω προσπάθειες, μάχομαι, πολεμώ.5. τα κακοβολεύω, τα βολεύω με δυσκολία•мы -лись кое-как до весны τα βολέψαμε όπως-ό-πως ως την Ανοιξη.
εκφρ.пробить в люди – αναδείχνομαι στην κοινωνία. -
6 облако
το νέφ/ος, η νεφέλη, разг. το σύννεφοвходить в - а ав. εισέρχομαι/μπαίνω στα - ηвыходить из - ов ав. εξέρχομαι/βγαίνω από τα - ηнад - ами ав. πάνω από τα - ηпокрытый - ами νεφοσκεπής, νεφελοσκεπήςпробивать - а ав. διαπερνώ τα - ηкометное астр. - του ΌορτРусско-греческий словарь научных и технических терминов > облако
-
7 пропиливать
πριονίζω, διαπερνώ με το πριόνι.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > пропиливать
-
8 пропускать
1. (давать пройти, проникать сквозь себя) διαπερνώ 2. (проводить, напр. ток) μεταδίδω, άγω 3. (не замечать, упускать) παραλείπω 4. (воду, воздух) διαρ-ρέ/ωпрокладка на коллекторе - ет воздух αέρας - ει από το παρέμβυσμα στο συλλέκτη5. (канат через блок) περνώ (το σκοινί στην τροχαλία) 6. (закладывая, засыпая во что-л., подвергать обработке) επεξεργάζομαι 7. (подвергать рассмотрению кем-л.) εξετάζω, ελέγχω, περνώ, υποβάλλω выдавать дорогу кому-, чему-л.) αφήνω, επιτρέπω, αναμερώ, αναμερίζω 9. (делать пропуск, пробел) αφήνω κενό/διάκενο 10. (не являться куда-л.) απουσιάζω, είμαι απών.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > пропускать
-
9 просачивание
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > просачивание
-
10 проступать
(выступать изнутри) (εξέρχομαι, βγαίνω στην επιφάνεια, διαπερνώ.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > проступать
-
11 вдевать
вдеватьнесов περνώ, διαπερνώ, βάζω:\вдевать ни́тку в иголку περνῶ τήν κλωστή στή βελόνα; \вдевать но́гу в стремя περνώ (или βάζω) τό πόδι στον ἀναβολέα. -
12 въедаться
въедатьсянесов1. (о краске и т. п.) ποτίζω, διαπερνώ, φαγώνομαΐ·2. перен ριζώνομαι, ριζώνω. -
13 пронзать
пронзатьнссов (δια)τρυπῶ, διαπερνώ, καρφώνω:\пронзать штыко́м λογχίζω, τρυπώ μέ τή λόγχη· ◊ \пронзать взглядом ρίχνω διαπεραστικό βλέμμα. -
14 проникать
проникатьнесов1. διεσδύω, εἰσχωρώ / τρυπώνω, παρεισδύω, είσχωρώ κρυφά (тайно) / διαπερνώ, διαποτίζω (просачиваться) I φθάνω (о слухах):\проникать в глубь страны είσχωρώ εἰς τά ἐνδότερα τής χώρας·2. перен (во что) ἀνακαλύπτω, μαντεύω. -
15 пронимать
прониматьнесов1. (оказывать воздействие) προξενώ αίσθηση, κάνω ἐντύπωση σέ κάποιον2. (пронизывать) διαπερνώ, περονιάζω. -
16 протыкать
протыкатьнесов (δια)τρυπώ:\протыкать насквозь διαπερνώ, τρυπώ πέρα πέρα· \протыкать штыко́м λογχίζω, τρυπώ μέ τή λόγχη. -
17 въедаться
[βγιεντάτσα] ρ. διαπερνώ -
18 пронизывать
[πρανίζυβατ'] ρ. διαπερνώ, τρυπώ -
19 протыкать
[πρατυκάτ”] ρ. διατρυπώ, διαπερνώ -
20 въедаться
[βγιεντάτσα] ρ διαπερνώ
- 1
- 2
См. также в других словарях:
διαπερνώ — διαπερνάω / διαπερνώ, διαπέρασα βλ. πίν. 68 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
διαπερνώ — (AM διαπερῶ, άω) [περνώ] 1. διατρυπώ, περνώ πέρα ώς πέρα 2. περνώ, μεταφέρω απέναντι, διαπεραιώνω 3. εισχωρώ, διεισδύω αρχ. 1. διαβαίνω, διαπεραιώνομαι 2. διέρχομαι 3. γνωρίζω εκ πείρας, έχω περάσει πολλά 4. φρ. «διαπερῶ Μολοσσίαν» εξουσιάζω όλη… … Dictionary of Greek
διαπερνώ — ασα, άστηκα, ασμένος, διατρυπώ, εισχωρώ από άκρη σε άκρη: Ένα τρέμουλο διαπέρασε όλο μου το σώμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αντιτορώ — ἀντιτορῶ ( έω) (Α) διατρυπώ, διαπερνώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < αντι * + τορώ «διατρυπώ, διαπερνώ», ο ενεστ. μόνο στον Ησύχιο] … Dictionary of Greek
διέρχομαι — (AM διέρχομαι) [έρχομαι] 1. περνώ ανάμεσα 2. (αμτβ.) (για χρόνο) περνώ 3. (για σωματικά και ψυχικά πάθη) υποφέρω, περνώ νεοελλ. 1. (με ουσ. που δηλώνει χρόνο) κάνω κάτι στη διάρκεια τού χρόνου που δηλώνει το ουσιαστικό («διέρχεται τον καιρό του… … Dictionary of Greek
περιπείρω — ΜΑ διατρυπώ και περνώ κάτι γύρω από κάτι, σουβλίζω («περιπείραντα περὶ λόγχην [ενν. τὴν κεφαλὴν τοῦ Γάλβα]», Πλούτ.) αρχ. 1. μπήγω, καρφώνω («ἑαυτῷ τὸ ξίφος περιέπειρε», Ιωάνν. Χρυσ.) 2. μτφ. διαπερνώ («ἑαυτοὺς περιέπειρον ὀδύναις πολλαῑς», ΚΔ) 3 … Dictionary of Greek
προεμπείρω — Α διαπερνώ προηγουμένως κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἐμπείρω «μπήγω, διαπερνώ»] … Dictionary of Greek
προσεμπείρω — Μ διαπερνώ, διατρυπώ επιπροσθέτως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐμπείρω «διαπερνώ»] … Dictionary of Greek
συμπείρω — Α 1. διαπερνώ, διατρυπώ κάτι μαζί με κάτι άλλο 2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) συμπεπαρμένος, η, ον άρρωστος, αδύναμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + πείρω «τρυπώ, διαπερνώ»] … Dictionary of Greek
συνδιελαύνω — Α 1. διαπερνώ, διατρυπώ κάτι μαζί με κάτι άλλο ή ταυτόχρονα με άλλον 2. (αμτβ.) μεταβαίνω κάπου μαζί με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + διελαύνω «διαπερνώ, διατρυπώ, διέρχομαι»] … Dictionary of Greek
τέρμα — το, ΝΜΑ 1. το τελικό σημείο ή όριο χώρου ή χρόνου στο οποίο καταλήγει κανείς ή περατώνεται κάτι, τέλος, πέρας (α. «τέρμα οδού» β. «τέρμα τού καλοκαιριού» γ. «οἶσθα γὰρ εὖ περί τέρμαθ ἑλισσέμεν», Ομ. Ιλ. δ. «τέρμα κελεύθου διαμειψάμενος», Αισχύλ.… … Dictionary of Greek