-
1 διαπειραθήναι
διαπειρᾱθῆναι, διαπειράομαιmake trial: aor inf mp (attic)διαπειρᾱθῆναι, διαπειράομαιmake trial: aor inf mp (doric aeolic)διαπειρᾱθῆναι, διαπειράομαιmake trial: aor inf pass (attic)διαπειρᾱθῆναι, διαπειράομαιmake trial: aor inf pass (doric aeolic) -
2 διαπειραθῆναι
διαπειρᾱθῆναι, διαπειράομαιmake trial: aor inf mp (attic)διαπειρᾱθῆναι, διαπειράομαιmake trial: aor inf mp (doric aeolic)διαπειρᾱθῆναι, διαπειράομαιmake trial: aor inf pass (attic)διαπειρᾱθῆναι, διαπειράομαιmake trial: aor inf pass (doric aeolic) -
3 δια-πειράω
δια-πειράω, versuchen, auf die Probe stellen; δωροδοκίαις, Plut. Pomp. 51; gew. med., τινός, z. B. αὐτοῦ τῆς ψυχῆς Her. 3, 14; Περσέων, es mit den Persern im Kampf versuchen, 5, 109; τῆς γνώμης Din. 2, 3; διαπεπειρᾶσϑαι, Thuc. 6, 91; dazu gehört aor. pass., Antiph. 5, 33; διαπειραϑῆναι τῶν δικαστῶν ὅ τι γνώσονται, ihre Meinung erforschen, Dem. 48, 46; διαπειρώμενος ἆρα Plat. Apol. 27 a.
-
4 διαπειράω
δια-πειράω u. δια-πειράζω, versuchen, auf die Probe stellen; Περσέων, es mit den Persern im Kampf versuchen; διαπειραϑῆναι τῶν δικαστῶν ὅ τι γνώσονται, ihre Meinung erforschen -
5 διαπειράζω
δια-πειράω u. δια-πειράζω, versuchen, auf die Probe stellen; Περσέων, es mit den Persern im Kampf versuchen; διαπειραϑῆναι τῶν δικαστῶν ὅ τι γνώσονται, ihre Meinung erforschen
См. также в других словарях:
διαπειραθῆναι — διαπειρᾱθῆναι , διαπειράομαι make trial aor inf mp (attic) διαπειρᾱθῆναι , διαπειράομαι make trial aor inf mp (doric aeolic) διαπειρᾱθῆναι , διαπειράομαι make trial aor inf pass (attic) διαπειρᾱθῆναι , διαπειράομαι make trial aor inf pass… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)