-
1 διαξηραινω
-
2 διαξηραίνω
A dry quite up, D.S.1.10.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διαξηραίνω
-
3 διαξηραίνω
(αόρ. δίεξήρανα) μετ. высушивать, просушивать -
4 διαξηραίνω
См. также в других словарях:
διαξηραίνω — (Α διαξηραίνω) [ξηραίνω] καταξηραίνω, στεγνώνω κάτι εντελώς … Dictionary of Greek