Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

διανίσταμαι

См. также в других словарях:

  • διανίσταμαι — pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαναστήσει — διανίσταμαι aor subj act 3rd sg (epic) διανίσταμαι fut ind mid 2nd sg διανίσταμαι fut ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαναστήσω — διανίσταμαι aor subj act 1st sg διανίσταμαι fut ind act 1st sg διανίσταμαι aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαναστήσῃ — διανίσταμαι aor subj mid 2nd sg διανίσταμαι aor subj act 3rd sg διανίσταμαι fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαναστᾶσαι — διανίσταμαι aor part act fem nom/voc pl διανίσταμαι aor inf act (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαναστᾶσαν — διανίσταμαι aor part act fem acc sg διανίσταμαι aor part act neut nom/voc/acc sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαναστάντα — διανίσταμαι aor part act neut nom/voc/acc pl διανίσταμαι aor part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαναστάντων — διανίσταμαι aor part act masc/neut gen pl διανίσταμαι aor imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαναστῇ — διανίσταμαι aor subj mid 2nd sg διανίσταμαι aor subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαναστήσατε — διανίσταμαι aor imperat act 2nd pl διανίσταμαι aor ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαναστήσεται — διανίσταμαι aor subj mid 3rd sg (epic) διανίσταμαι fut ind mid 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»