-
1 διανοηθείς
διανοέομαιhave in mind: aor part mp masc nom /voc sgδιανοέομαιhave in mind: aor part pass masc nom /voc sgδιανοέωhave in mind: aor part pass masc nom /voc sg -
2 διανοέω
A have in mind, Philostr.Im.2.1:—but in early writers always [suff] διανο-έομαι, [tense] fut. - νοήσομαι: [tense] aor. διενοήθην, part. διανοηθείς in pass. sense, Pl.Lg. 654c: [tense] aor. [voice] Med.- ησάμην D.S.20.3
: [tense] pf.διανενόημαι Pl.Alc.1.106a
: ([etym.] νοέω):—to be minded, intend, purpose, c. inf. [tense] pres., [tense] fut., or [tense] aor., Hdt.2.121.δ and 126, Ar.Lys. 724, Pl.R. 504e, etc.;μηδὲ δ. περὶ παραθήκης ἄλλο γε ἢ ἀποδιδόναι Hdt.6.86
.δ; διανενοημένοι βοηθεῖν Th.4.72
, cf. 7.56;δ. τὴν ἀπόβασιν Id.4.29
;διανοήθητε ἢ ὑπακούειν ἢ μὴ εἴξοντες Id.1.141
; ὑπουργεῖν ἃ διανοούμεθα (sc. ὑπουργεῖν) Antipho 4.3.4.II have in mind, τι Hp.VM7; τί διανοούμενος εἶπε what he really meant by his words, Pl.Tht. 184a; περί τινος δ. οὑτωσί, ὀρθῶς περί τι, Id.Lg. 644d, 686d: c. acc. et inf., think or suppose that.., Id.Prt. 324b, etc.: c. gen. abs., : abs., think,λέγω νοῦν ᾧ δ... ἡ ψυχή Arist.de An. 429a23
; the process of thought,Pl.
Tht. 189e; opp. νοεῖν, Arist.de An. 408b25.III with Advbs., to be minded or disposed so and so, ἄλλως πως πρός τινας, Pl.R. 343b;κακῶς δ. περὶ τῶν οἰκείων Isoc. 1.35
: with ὡς and part., ὅταν ὡς πετόμενοι διανοῶνται when they are affected as if flying, Pl.Tht. 158b.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διανοέω
-
3 ἑτεροῖος
A of a different kind, diverse, Hdt.1.99, al.; τὰ ἑ. οὐκ ἀλλοῖα; Pl.Prm. 161a, al.; τί φαίνεται ἑτεροῖον διανοηθεὶς ὁ ἰητρὸς ἢ .. ; Hp.VM7; ἑ. τινός ib.9; unusual, strange, Id.Acut.6; Fr.10. Adv. - οίως, διαιτηθῆναι Hp. Acut.39
, cf. Gal.2.219.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἑτεροῖος
См. также в других словарях:
διανοηθείς — διανοέομαι have in mind aor part mp masc nom/voc sg διανοέομαι have in mind aor part pass masc nom/voc sg διανοέω have in mind aor part pass masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Διονύσιος ο Φιλόσοφος ή Σκυλόσοφος — (Παραμυθιά; 1540; – Ιωάννινα 1611). Μητροπολίτης Λαρίσης και εθνομάρτυρας. Δεν γνωρίζουμε λεπτομέρειες για την καταγωγή και για τα νεανικά του χρόνια. Εκτιμάται πάντως ότι σπούδασε φιλοσοφία και ιατρική στην Ιταλία. Αργότερα βρέθηκε στην… … Dictionary of Greek