-
1 διανακλαομαι
См. также в других словарях:
διανακλᾶσθαι — διανακλάομαι to be reflected pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 διανακλαομαι
διανακλᾶσθαι — διανακλάομαι to be reflected pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)