Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

διαμ-περές

  • 1 διαμπερές

    I of Place, through and through, right through, c. gen.,

    δ. ἀσπίδος Il.12.429

    , cf. 20.362;

    δ. στέρνων S.Ph. 791

    : c. acc.,

    βέβληαι κενεῶνα δ. Il.5.284

    ; δ. οὖς prob. in A.Ch. 380 (lyr.);

    δ. διὰ μέσου τοῦ [σφονδύλου] Pl.R. 616e

    .
    2 abs., without break, continuously,

    ἐκ κεφαλῆς.. δ. ἐς πόδας ἄκρους Il.16.640

    ;

    πέτρη ἠλίβατος.. δ. ἀμφοτέρωθεν Od.10.88

    ;

    σταυροὺς.. ἔλασσε δ. ἔνθα καὶ ἔνθα 14.11

    ; ἡ δ' [the wall] ἕσπετο πᾶσα δ. all in a piece, Il.12.398.
    II of Time, throughout, for ever, Od.8.245, Hes.Th. 402, Emp.17.6; pleon.,

    ἤματα πάντα δ. Il.16.499

    , cf. Supp.Epigr.1.409 ([place name] Eretria);

    αἰὲν διαμπερές

    for ever and aye,

    Il.15.70

    . (Found in tmesi

    διὰ δ' ἀμπερές 11.377

    , 17.309; cf. ἀμπερέως: poet. for δι-ανα-περές (πείρω).)

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διαμπερές

См. также в других словарях:

  • πείρω — Α 1. (κυρίως σχετικά με κρέας που ετοιμάζεται για ψήσιμο) τρυπώ κάτι από τη μια ώς την άλλη άκρη, τρυπώ πέρα πέρα, διατρυπώ («κρέατ ὤπτων, ἄλλα τ ἔπειρον», Ομ. Οδ.) 2. περνώ κρέατα στη σούβλα, σουβλίζω 3. φρ. α) «πείρω τινὰ διά τίνος» τρυπώ διά… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»