-
1 διαμάχη
διαμάχηa fight: fem nom /voc sg (attic epic ionic)διαμαχέωpres imperat act 2nd sg (doric aeolic)——————διαμάχηa fight: fem dat sg (attic epic ionic)διαμάχομαιfight: pres subj mp 2nd sgδιαμάχομαιfight: pres ind mp 2nd sg -
2 διαμαχη
-
3 διαμάχῃ
Βλ. λ. διαμάχη -
4 διαμάχη
η конфликт, столкновение; спор, ссора; раздор -
5 διαμάχη
[дьямахи] ουσ θ конфликт, ссора. -
6 διαμάχη
διαμᾰχ-η, ἡ,A a fight, struggle,πρὸς φόβους καὶ λύπας Pl.Lg. 633d
, cf. J.BJ6.2.8 (pl.), Ph.1.7, al., Plu.2.74c, etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διαμάχη
-
7 διαμάχη
δια-μάχη, ἡ, das Ankämpfen, der Kampf -
8 διαμάχη
conflit -
9 διαμάχη
spór (m) rzecz. -
10 διαμάχη
spor -
11 διαμάχη
1) confrontation2) controversyΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > διαμάχη
-
12 διαμάχαις
διαμάχηa fight: fem dat pl -
13 διαμάχην
διαμάχηa fight: fem acc sg (attic epic ionic) -
14 διαμάχης
διαμάχηa fight: fem gen sg (attic epic ionic) -
15 διαμάχας
διαμάχᾱς, διαμάχηa fight: fem acc plδιαμάχᾱς, διαμάχηa fight: fem gen sg (doric aeolic) -
16 διαμάχαι
διαμάχᾱͅ, διαμάχηa fight: fem dat sg (doric aeolic) -
17 συρράσσω
A dash together, fight with, ;ἀντιμέτωπος συνέρραξε τοῖς Θηβαίοις X.HG4.3.19
, cf. 7.5.16;σ. εἰς τὴν μάχην D.S.16.4
; of ships, Id.20.51; of rivers, meet with a roar, Id.17.97;τοῦ κουφοτάτου καὶ βαρυτάτου.. συρραξάντων διαμάχη Ph.2.513
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συρράσσω
См. также в других словарях:
διαμάχη — a fight fem nom/voc sg (attic epic ionic) διαμαχέω pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαμάχῃ — διαμάχη a fight fem dat sg (attic epic ionic) διαμάχομαι fight pres subj mp 2nd sg διαμάχομαι fight pres ind mp 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαμάχη — η (AM διαμάχη και διαμάχησις, εως) φιλονικία, διένεξη, διαπάλη αρχ. πόλεμος, αγώνας … Dictionary of Greek
διαμάχη — η έντονη φιλονικία για διεκδίκηση δικαιώματος ή πράγματος: Η διαμάχη ανάμεσα στους κληρονόμους για τη διεκδίκηση της περιουσίας, συνεχίζεται χρόνια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εικονομαχία — Διαμάχη γύρω από το θέμα των ιερών εικόνων, η οποία εξελίχθηκε σε θρησκευτική κρίση, που συντάραξε για έναν και περισσότερο αιώνα (726 843) τη Βυζαντινή αυτοκρατορία. Μπορεί να διαιρεθεί σε δύο περιόδους· η πρώτη αφορά την περίοδο 726 780 και η… … Dictionary of Greek
διαμάχαις — διαμάχη a fight fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαμάχην — διαμάχη a fight fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαμάχης — διαμάχη a fight fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Γιουγκοσλαβία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας Παλαιότερη ονομασία: Ομοσπονδιακή Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας Έκταση: 102.173 τ.χλμ Πληθυσμός: 10.656.929 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Βελιγράδι (1.280.600 κάτ. το 2002)Κράτος … Dictionary of Greek