-
1 διαμαρτημα
-
2 διαμάρτημα
διαμάρτημαmistake: neut nom /voc /acc sg -
3 διαμάρτημα
A mistake, POxy.1235.64 (Arg. Men.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διαμάρτημα
-
4 διαμάρτημα
δι-αμάρτημα, τό, Fehler -
5 διαμαρτήματα
διαμάρτημαmistake: neut nom /voc /acc pl
См. также в других словарях:
διαμάρτημα — mistake neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαμαρτήματα — διαμάρτημα mistake neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)