-
1 διαμυλλαινω
См. также в других словарях:
διαμυλλαίνω — (Α) [μυλλαίνω] στραβώνω χλευαστικά τα χείλη, μορφάζω … Dictionary of Greek
διαμυλλαίνῃ — διαμυλλαίνω make mouths pres subj mp 2nd sg διαμυλλαίνω make mouths pres ind mp 2nd sg διαμυλλαίνω make mouths pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαμυλλαίνειν — διαμυλλαίνω make mouths pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διεμύλλαινε — διαμυλλαίνω make mouths imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διεμύλλαινεν — διαμυλλαίνω make mouths imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)