Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

διαμπερεῖς

См. также в других словарях:

  • διαμπερεῖς — διαμπερής piercing masc/fem acc pl διαμπερής piercing masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοπολογία — Ο κλάδος των μαθηματικών που μελετά γενικά τους τόπους στην ευρύτερη έννοια, είτε αυτοί είναι επιφάνειες, χώροι, σχήματα, σώματα ή αντικείμενα, στη στατική και αμετάβλητη μορφή τους, είτε υπόκεινται σε δυναμικές μεταβολές του σχήματός τους,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»