-
1 διαμονών
-
2 διαμονῶν
-
3 διαμόνων
διάμονοςpermanent: masc /fem /neut gen pl
См. также в других словарях:
διαμονῶν — διαμονή continuance fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαμόνων — διάμονος permanent masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έπαυλη — Τόπος αναψυχής μακριά από την τακτική κατοικία. Η έ. παρουσιάζεται στους προελληνικούς πολιτισμούς (θερινές κατοικίες στην Αίγυπτο, στη μινωική Κρήτη κ.α.), όχι όμως και στον δημοκρατικό ελληνικό κόσμο. Ακόμα και στη δημοκρατική Ρώμη δεν υπάρχουν … Dictionary of Greek
επαυλή — Τόπος αναψυχής μακριά από την τακτική κατοικία. Η έ. παρουσιάζεται στους προελληνικούς πολιτισμούς (θερινές κατοικίες στην Αίγυπτο, στη μινωική Κρήτη κ.α.), όχι όμως και στον δημοκρατικό ελληνικό κόσμο. Ακόμα και στη δημοκρατική Ρώμη δεν υπάρχουν … Dictionary of Greek