-
1 διαμολύνω
διαμολύνω [ῡ],Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διαμολύνω
-
2 διαμολύνει
διαμολύ̱νει, διαμολύνωbefoul with writing: aor subj act 3rd sg (epic)διαμολύ̱νει, διαμολύνωbefoul with writing: pres ind mp 2nd sgδιαμολύ̱νει, διαμολύνωbefoul with writing: pres ind act 3rd sg -
3 διαμολύνοντες
διαμολύ̱νοντες, διαμολύνωbefoul with writing: pres part act masc nom /voc pl
См. также в других словарях:
διαμολύνει — διαμολύ̱νει , διαμολύνω befoul with writing aor subj act 3rd sg (epic) διαμολύ̱νει , διαμολύνω befoul with writing pres ind mp 2nd sg διαμολύ̱νει , διαμολύνω befoul with writing pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μολύνω — (ΑΜ μολύνω) 1. ρυπαίνω, σπιλώνω, κηλιδώνω, λερώνω, βρομίζω («πηλῷ μολύνοντες... καὶ ξηραίνοντες ἑαυτούς», Αριστοτ.) 2. μτφ. διαφθείρω κάποιον ηθικά ή πνευματικά, εξαχρειώνω, εκφαυλίζω («ἡ συνείδησις αὐτῶν ἀσθενὴς οὖσα μολύνεται», ΚΔ) 3. (για ιερά … Dictionary of Greek
διαμολύνοντες — διαμολύ̱νοντες , διαμολύνω befoul with writing pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)