Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

διαμοιβή

См. также в других словарях:

  • διαμοιβή — η (AM διαμοιβή) [διαμείβω] ανταμοιβή, αμοιβή μσν. αμοιβαία ανταλλαγή …   Dictionary of Greek

  • διάμειψη — και διαμοιβή, η (Α διάμειψις, εως και διαμοιβή) [διαμείβομαι / διαμείβω] ανταλλαγή νεοελλ. φρ. «διάμειψις τῆς ὕλης» παλαιότερος όρος για τον μεταβολισμό …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»