διαμοιβή — η (AM διαμοιβή) [διαμείβω] ανταμοιβή, αμοιβή μσν. αμοιβαία ανταλλαγή … Dictionary of Greek
διάμειψη — και διαμοιβή, η (Α διάμειψις, εως και διαμοιβή) [διαμείβομαι / διαμείβω] ανταλλαγή νεοελλ. φρ. «διάμειψις τῆς ὕλης» παλαιότερος όρος για τον μεταβολισμό … Dictionary of Greek